Τελευταίοι στη χρήση αντικαταθλιπτικών οι Έλληνες, σύμφωνα με πανευρωπαϊκή έρευνα
Δεν είναι πολλές οι περιπτώσεις που πανηγυρίζει κάποιος επειδή είναι… τελευταίος, αλλά έρευνα που δημοσιεύθηκε χθες καταδεικνύει ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούν λιγότερο τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Η διαπίστωση των επιστημόνων των πανεπιστημίων του Ουόρικ και του Στέρλιγκ στη Βρετανία βασίζεται σε μελέτη και αξιολόγηση των δεδομένων που προέκυψαν από την ανάλυση των στατιστικών στοιχείων του Ευρωβαρόμετρου της Ε.Ε. για την περίοδο Φεβρουαρίου-Μαρτίου 2010.
«Ο ήλιος, η θάλασσα και η φύση λειτουργούν ως φυσικά αντικαταθλιπτικά. Αυτός είναι και ο λόγος που ο αριθμός των Ελλήνων που κάνουν χρήση αντικαταθλιπτικών χαπιών είναι μειωμένος σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης, όπου επικρατούν χειρότερες καιρικές συνθήκες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στη Βόρεια Ευρώπη εμφανίζονται υψηλά ποσοστά κατανάλωσης αλκοόλ, το οποίο χωρίς να είναι φάρμακο έχει αντικαταθλιπτική δράση», δηλώνει στον «ΕΤ» ο Ιωάννης Κούρος, πρόεδρος της Εταιρίας Ψυχολογίας-Ψυχιατρικής Ενηλίκου & Παιδιού.
Οι καθηγητές Ντέιβιντ Μπλαντσφλάουερ και Άντριου Όσβαλντ που ηγήθηκαν της έρευνας εξέτασαν ένα τυχαίο δείγμα 27 περίπου χιλιάδων ατόμων και διαπίστωσαν ότι παρά το ότι η χρήση αντικαταθλιπτικών έχει πάρει την ανιούσα την τελευταία δεκαετία, στην Ελλάδα το 97% του πληθυσμού -το υψηλότερο στην Ευρώπη σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο- δεν έχει ποτέ καταφύγει στα χάπια «τεχνητής ευτυχίας» για να ξεπεράσει κάποιο ψυχολογικό του πρόβλημα. Μόλις το 1% των Ελλήνων έχει λάβει περιστασιακά με συνταγή γιατρού κάποιο σκεύασμα, ενώ για διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων εβδομάδων το ποσοστό κυμαίνεται και πάλι γύρω στο 1%.
Λόγω του ότι τα δεδομένα που άντλησαν οι επιστήμονες βασίζονται σε στοιχεία προ… Μνημονίου, ο κ. Κούρος δίνει τη δική του εξήγηση για τα ευρήματα της έρευνας στη χώρα μας και σημειώνει ότι «το ποσοστό ακούγεται μικρό, καθώς υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός πολιτών που κάνουν χρήση αντικαταθλιπτικών. Η κλινική εμπειρία δείχνει ότι τα ποσοστά είναι πλέον λίγο πιο αυξημένα».
Μια άλλη διάσταση, ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η ανεξέλεγκτη λήψη τέτοιου είδους φαρμακευτικών ουσιών, χωρίς ιατρική συνταγή, όπως τονίζει ο ειδικός: «Αρκετοί ασθενείς που έχουν κάνει στο παρελθόν χρήση αντικαταθλιπτικών, όταν υποτροπιάζουν ξεκινούν από μόνοι τους τα χάπια, χωρίς να επικοινωνήσουν με το θεράποντα γιατρό τους. Τα αντικαταθλιπτικά πρέπει να λαμβάνονται μόνο με συνταγή γιατρού. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν ακίνδυνες ουσίες, καθώς χωρίς ιατρική παρακολούθηση μπορεί να έχουν ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα. Οι άνθρωποι που παίρνουν υπερβολική δόση για τις ανάγκες τους, πολλές φορές παρουσιάζουν κρίσεις μανίας με δυσάρεστες συνέπειες. Έχουν υπερβολική αυτοπεποίθηση και χάνουν το αίσθημα του κινδύνου, κάτι το οποίο μπορεί να οδηγήσει για παράδειγμα σε ένα τροχαίο ατύχημα. Την ίδια ώρα, μπορεί να προχωρήσουν και σε κάποια απόπειρα αυτοκτονίας».
Η ακρίβεια των δεδομένων της έρευνας έχει και μια παράπλευρη ερμηνεία, δεδομένου ότι η παραδοχή της χρήσης τέτοιων σκευασμάτων δεν είναι εύκολη, καθώς όσοι καταφεύγουν σε αυτά με ιατρική συνταγή, πολλές φορές στιγματίζονται από τον οικογενειακό ή κοινωνικό τους περίγυρο, όπως επισημαίνει ο κ. Κούρος: «Η χρήση τους στην Ελλάδα είναι ακόμα ταμπού, γιατί αρκετοί άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται ακόμα τη διαφορά ανάμεσα σε ένα χάπι που θα τους ναρκώσει και ένα άλλο που θα τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν την κατάθλιψη. Πιστεύουν ότι μπορούν να την καταπολεμήσουν με λίγο αλκοόλ παραπάνω, ή υιοθετώντας επιπόλαιες συμπεριφορές».
Σε κάθε περίπτωση πάντως, τα στατιστικά δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν στην έρευνα δείχνουν ότι η λελογισμένη και υπό ιατρική επίβλεψη λήψη αντικαταθλιπτικών σκευασμάτων λειτουργεί θετικά και προσφέρει καλύτερο επίπεδο ζωής, ενώ την ίδια ώρα προφυλάσσει το άτομο από αρνητικές επιλογές.
Στις άλλες χώρες
Η Πορτογαλία έχει το θλιβερό προνόμιο να έχει τους περισσότερους χρήστες αντικαταθλιπτικών φαρμάκων στην Ευρώπη, καθώς μόλις το 84% δηλώνει ότι δεν κατέφυγε ποτέ στη χρήση τους, ενώ ποσοστό 5% δηλώνει ότι «χαπακώνεται» περιστασιακά, το 2% συχνά για λιγότερο από τέσσερις εβδομάδες και το 9% για διάστημα περισσότερο του ενός μήνα. Υψηλά ποσοστά καταγράφονται επίσης σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, όπως η Λετονία, η Λιθουανία, η Σλοβακία και η Ρουμανία και σε βορειοευρωπαϊκές χώρες όπως η Δανία και η Φινλανδία.
Τα κύρια αίτια χρήσης τους είναι η κατάθλιψη που προκαλεί η ανεργία, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, αλλά και η επιδείνωση των οικογενειακών δεσμών (διαζύγια, χωρισμοί). Σε απόλυτα ποσοστά, οι γυναίκες χρησιμοποιούν ευκολότερα και πιο συχνά τέτοιες ουσίες, ενώ η ηλικιακή ομάδα που κυριαρχεί σε όλες τις χώρες είναι η μέση ηλικία, με έξαρση γύρω στα 50 έτη.
1 στους 13 Ευρωπαίους χρησιμοποίησε αντικαταθλιπτικά το 2010
Αύξηση 100% από το 1990 στο 2000
15% των Βρετανών πάσχουν από κάποια ψυχολογική διαταραχή
Υψηλότερα ποσοστά χρηστών:
- Οι μεσήλικες
- Όσοι ζουν με τους γονείς τους μετά τα 30
- Οι άνεργοι
- Οι συνταξιούχοι
- Οι διαζευγμένοι
- Χαμηλού μορφωτικού επιπέδου
ΧΡΗΣΗ ΑΝΤΙΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΩΝ
ΧΩΡΑ | ΠΟΤΕ | ΠΕΡΙΣΤΑΣΙΑΚΑ | ΤΑΚΤΙΚΑ (λιγότερο από μήνα) | ΤΑΚΤΙΚΑ (περισσότερο από μήνα) |
Ελλάδα | 97% | 1% | 0 | 1% |
Γερμανία | 95% | 1% | 1% | 3% |
Πορτογαλία | 84% | 5% | 2% | 9% |
Σλοβακία | 91% | 6% | 1% | 2% |
Βρετανία | 91% | 1% | 1% | 7% |
Λιθουανία | 89% | 6% | 1% | 3% |
ΠΟΣΟΣΤΟ ΧΡΗΣΗΣ ΑΝΑ ΗΛΙΚΙΑ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΧΩΡΕΣ (στρογγυλοποίηση)
25-34 | 35-44 | 45-64 | 65 και άνω |
15% | 20% | 45% | 20% |
ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑ ΦΥΛΟ (ΜΕ ΑΝΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΠΟΙΗΣΗ)
Άνδρες: 40%
Γυναίκες: 60%