Ο αναπληρωτής καθηγητής κοινωνικής ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας,
Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Πολυμέρης Βόγλης μιλάει για το καινούριο του βιβλίο "Η Αδύνατη Επανάσταση" (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια) προκειμένου να φωτίσει πτυχές της εμφύλιας
σύρραξης που τόσο ταλανίζει την ελληνική κοινωνία, είτε σε τοπικό
επίπεδο, είτε σε επίπεδο διαπάλης ιδεών και αντιλήψεων ακόμα και σήμερα.
Κατά την πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου σας «Η αδύνατη επανάσταση» αναφερθήκατε, μεταξύ άλλων, σε δύο ζητήματα: α/ «Ο εμφύλιος δεν κηρύσσεται αλλά έρχεται, μέσα από μια σειρά πράξεων και παραλείψεων» και β/ «Η εσωτερική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα και όχι ο εξωτερικός παράγοντας είναι το αντικείμενο της εν λόγω μελέτης». Με αυτά τα δύο δεδομένα, πόσο εύκολο είναι για έναν ιστορικό να αναλύσει το παρελθόν, γνωρίζοντας παράλληλα τι ακριβώς συνέβη στην εξέλιξη των πραγμάτων σε τοπικό και διεθνές επίπεδο, χωρίς έστω και υποσυνείδητα να επηρεαστεί στην ιστορική του αφήγηση;
Σκοπός μου ήταν να δείξω την
συνθετότητα των εξελίξεων, αποφεύγοντας απλουστευτικές προσεγγίσεις. Χωρίς να
θέλω να υποβαθμίσω το διεθνές πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, εστίασα περισσότερο
στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις που συμβαίνουν στην Ελλάδα μετά την
Απελευθέρωση.
Ο λόγος για αυτήν την επιλογή είναι ότι τα αίτια του εμφυλίου
πολέμου βρίσκονται στις αντιθέσεις που υπήρχαν στην Ελλάδα εκείνη την εποχή,
στην αντιπαλότητα μεταξύ Αριστεράς και κυβέρνησης, η οποία από ένα σημείο και
μετά έγινε στρατιωτική σύγκρουση.
Επιπλέον, αυτό που υποστηρίζω είναι ότι ο εμφύλιος πόλεμος δεν ήταν προειλημμένη απόφαση –κανένας από τους δύο αντιπάλους δεν είχε σχεδιάσει τον εμφύλιο πόλεμο.
Η έκρηξη του εμφυλίου πολέμου ήταν μια διαδικασία, μια διολίσθηση προς τη στρατιωτική σύγκρουση, η οποία διαρκώς κλιμακωνόταν.
Επιπλέον, αυτό που υποστηρίζω είναι ότι ο εμφύλιος πόλεμος δεν ήταν προειλημμένη απόφαση –κανένας από τους δύο αντιπάλους δεν είχε σχεδιάσει τον εμφύλιο πόλεμο.
Η έκρηξη του εμφυλίου πολέμου ήταν μια διαδικασία, μια διολίσθηση προς τη στρατιωτική σύγκρουση, η οποία διαρκώς κλιμακωνόταν.
Εκ των υστέρων, μπορεί κανείς να λέει ότι εάν δεν είχε γίνει το α
ή το β, ενδεχομένως να είχε αποφευχθεί ο Εμφύλιος.
Όντως, ο εμφύλιος πόλεμος δεν ήταν αναπόφευκτος. Η πρόκληση για τον ιστορικό είναι να εξετάσει γιατί, τελικά, τα πράγματα έγιναν με αυτόν τον τρόπο, γιατί άλλες πιθανές λύσεις δεν ευοδώθηκαν.
Πρόκληση δύσκολη, γιατί ο ιστορικός είναι «τέκνο» μιας συγκεκριμένης κάθε φορά εποχής και ο ίδιος έχει πολιτική άποψη. Ο ιστορικός δεν μπορεί να είναι αντικειμενικός, αυτό που μπορεί να κάνει είναι να επιχειρεί μια όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένη και πιο συνθετική προσέγγιση.
Όντως, ο εμφύλιος πόλεμος δεν ήταν αναπόφευκτος. Η πρόκληση για τον ιστορικό είναι να εξετάσει γιατί, τελικά, τα πράγματα έγιναν με αυτόν τον τρόπο, γιατί άλλες πιθανές λύσεις δεν ευοδώθηκαν.
Πρόκληση δύσκολη, γιατί ο ιστορικός είναι «τέκνο» μιας συγκεκριμένης κάθε φορά εποχής και ο ίδιος έχει πολιτική άποψη. Ο ιστορικός δεν μπορεί να είναι αντικειμενικός, αυτό που μπορεί να κάνει είναι να επιχειρεί μια όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένη και πιο συνθετική προσέγγιση.
Η διάκριση των αστικών κέντρων
(κυρίως Αθήνας και δευτερευόντως της Θεσσαλονίκης) και της περιφέρειας
(επαρχίες, ορεινά χωριά κ.λπ.) είναι εμφανής, σε ό,τι αφορά στον Εμφύλιο. Τι
ρόλο έπαιξε αυτή η διάκριση στην ευρύτερη εξέλιξή του;
Ο Εμφύλιος ξεκίνησε και τελείωσε
ως ένας πόλεμος της υπαίθρου. Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη έμειναν μακριά από τον
πόλεμο, ενώ οι περισσότερες επαρχιακές πόλεις έζησαν απλά τον απόηχο του
πολέμου. Λίγες μεγάλες επαρχιακές πόλεις, όπως η Καρδίτσα, η Νάουσα ή το
Καρπενήσι μεταξύ άλλων, μετατράπηκαν σε πεδία πολέμου.
Η κυβέρνηση σε όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου διατήρησε τον έλεγχο των πόλεων, εξαναγκάζοντας τον Δημοκρατικό Στρατό να κινείται μόνο σε ορεινές περιοχές, οι οποίες δεν διέθεταν πολύ πληθυσμό και οικονομικά ήταν φτωχές.
Ο Δημοκρατικός Στρατός δεν μπόρεσε να ενισχύσει τα ερείσματά του στις πόλεις και να κινητοποιήσει τον πληθυσμό και, με αυτόν τον τρόπο, να προσδώσει δυναμική στην επανάσταση.
Από το 1947 είχε προσανατολίσει τις δυνάμεις του στην υπεράσπιση ενός θύλακα στη βορειοδυτική Ελλάδα και δεν κατόρθωσε να διαμορφώσει μια πλειοψηφική δυναμική στην ελληνική κοινωνία.
Η κυβέρνηση σε όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου διατήρησε τον έλεγχο των πόλεων, εξαναγκάζοντας τον Δημοκρατικό Στρατό να κινείται μόνο σε ορεινές περιοχές, οι οποίες δεν διέθεταν πολύ πληθυσμό και οικονομικά ήταν φτωχές.
Ο Δημοκρατικός Στρατός δεν μπόρεσε να ενισχύσει τα ερείσματά του στις πόλεις και να κινητοποιήσει τον πληθυσμό και, με αυτόν τον τρόπο, να προσδώσει δυναμική στην επανάσταση.
Από το 1947 είχε προσανατολίσει τις δυνάμεις του στην υπεράσπιση ενός θύλακα στη βορειοδυτική Ελλάδα και δεν κατόρθωσε να διαμορφώσει μια πλειοψηφική δυναμική στην ελληνική κοινωνία.
Η καθημερινότητα ενός πολίτη
της εποχής, σε αστικό κέντρο ή στην περιφέρεια, πόσο διαφορετική ήταν; (π.χ.
κυνήγι επιβίωσης, εκκένωση χωριών, διατροφή κ.λπ.)
Η ζωή ήταν δύσκολη τόσο στις
πόλεις όσο και στα χωριά αλλά οι κίνδυνοι ήταν διαφορετικοί. Στις μεγάλες
πόλεις, αυτοί που βρέθηκαν στο στόχαστρο ήταν οι αριστεροί, οι οποίοι ζούσαν με
τον κίνδυνο της κατάδοσης, της σύλληψης, των βασανιστηρίων, της φυλακής, κλπ.
Στα χωριά, η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική και από αρκετές απόψεις πολύ
χειρότερη. Στην αρχή του εμφυλίου πολέμου, οι κάτοικοι των περισσότερων χωριών
ήταν εκτεθειμένοι στις πιέσεις κυρίως της χωροφυλακής και των παραστρατιωτικών
που είχαν εξαπολύσει ένα κύμα βίας στην ύπαιθρο.
Στη συνέχεια, τα ορεινά χωριά
βρέθηκαν αποκλεισμένα από τη διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας της κυβέρνησης, με
αποτέλεσμα να επιδεινωθεί δραματικά η καθημερινή ζωή τους.
Όταν ο πόλεμος κλιμακώθηκε, πολλοί υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να γίνουν εσωτερικοί πρόσφυγες, ενώ παράλληλα εντάθηκαν και οι πιέσεις που ασκούσε ο Δημοκρατικός Στρατός, κυρίως με τη βίαιη στρατολογία.
Όταν ο πόλεμος κλιμακώθηκε, πολλοί υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να γίνουν εσωτερικοί πρόσφυγες, ενώ παράλληλα εντάθηκαν και οι πιέσεις που ασκούσε ο Δημοκρατικός Στρατός, κυρίως με τη βίαιη στρατολογία.
Στην ουσία, ο κοινωνικός
ιστός των ορεινών κοινοτήτων διερράγη βίαια στα χρόνια του Εμφυλίου, και σε
μεγάλο βαθμό ποτέ δεν αποκαταστάθηκε. Εννοώ ότι το μεγάλο ρεύμα της εσωτερικής
μετανάστευσης που παρατηρούμε στη μεταπολεμική Ελλάδα έχει τις ρίζες του στον
Εμφύλιο.
Πόσο ορθοί -από ιστορικής
πλευράς- είναι οι παραλληλισμοί του «τότε» με το «τώρα»; Πέρα από τα προφανή
διδάγματα, χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες, μπορούμε πράγματι να θεωρήσουμε, όπως
κάνουν αρκετοί, ότι υπάρχουν ομοιότητες του παρελθόντος με το παρόν, οι οποίες
μπορούν να λειτουργήσουν ως «προπομποί» μια παρόμοιας κατάστασης;
Οι ιστορικοί είναι πολύ
επιφυλακτικοί με τις αναλογίες μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Αυτό συμβαίνει
γιατί το παρελθόν αυτό καθ’ εαυτό είναι ανεπανάληπτο. Αντίθετα με ότι πιστεύουν
πολλοί, η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται.
Ωστόσο, η γνώση του παρελθόντος είναι
χρήσιμη και απαραίτητη, γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να κατανοήσουμε
τι συνέβη στο παρελθόν ή να εξηγήσουμε στάσεις και συμπεριφορές στο παρόν.
Η Ιστορία δε γράφεται με τα
«αν», αλλά θα μπω στον πειρασμό να σας ρωτήσω: Παρά το ότι η μελέτη σας
επικεντρώνει στα «εσωτερικά», πόσο «δεδομένη» θεωρείτε ότι ήταν η επικράτηση
του «κράτους» έναντι των «ανταρτών», χωρίς να έχει υπάρξει τόσο μεγάλη βοήθεια αρχικά
από την Αγγλία και κυρίως από τις ΗΠΑ σε υλικό και τεχνογνωσία;
Η βρετανική και η αμερικανική
βοήθεια προς την κυβέρνηση ήταν πολύ σημαντική για την έκβαση του εμφυλίου
πολέμου, ιδιαίτερα εάν τη συγκρίνει κανείς με τη βοήθεια που έλαβαν οι αντάρτες
από τις σοσιαλιστικές χώρες.
Είναι πολύ δύσκολο να υποθέσει κανείς τι θα
συνέβαινε εάν η κυβέρνηση δεν είχε εξασφαλίσει αυτή τη βοήθεια.
Ενδεχομένως να επιζητούσε έναν συμβιβασμό με την Αριστερά, αλλά και πάλι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το περιεχόμενο και τις πιθανότητες επιτυχίας του συμβιβασμού.
Ενδεχομένως να επιζητούσε έναν συμβιβασμό με την Αριστερά, αλλά και πάλι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το περιεχόμενο και τις πιθανότητες επιτυχίας του συμβιβασμού.
Αν θα έπρεπε να βγάλετε ένα
δίδαγμα από τη μελέτη της Ιστορίας, ποιο θα ήταν αυτό;
Μελετώ την ιστορία για να σκεφτώ,
να εξηγήσω και να κατανοήσω πώς δρούσαν οι άνθρωποι στο παρελθόν. Από εκεί και
πέρα, τα ερωτήματα που θέτω στο παρελθόν, προφανώς σχετίζονται με έγνοιες και
προβλήματα του παρόντος.
Πάντως, ένα κάτι «κρατώ» από τη μελέτη του εμφυλίου
πολέμου είναι η διαλυτική επίδραση της βίας στην κοινωνία.
Η βία στις ποικίλες εκδοχές της, δηλαδή η ένοπλη, η οικονομική, η ψυχολογική βία που ασκήθηκε εκείνη την εποχή, διαίρεσε βαθειά την ελληνική κοινωνία και άφησε σε πάρα πολλούς ανθρώπους εκείνης της εποχής ένα ανεπούλωτο τραύμα.
Η βία στις ποικίλες εκδοχές της, δηλαδή η ένοπλη, η οικονομική, η ψυχολογική βία που ασκήθηκε εκείνη την εποχή, διαίρεσε βαθειά την ελληνική κοινωνία και άφησε σε πάρα πολλούς ανθρώπους εκείνης της εποχής ένα ανεπούλωτο τραύμα.
Πόσο εύκολο είναι να
καταρριφθούν στερεότυπα δεκαετιών, ιδεολογικές αγκυλώσεις και εν τέλει η
αίσθηση ότι η Ιστορία «γράφεται από τους εκάστοτε νικητές»; Πόσο εύκολο είναι
το έργο του ιστορικού και πως εξηγείτε το ενδιαφέρον των απλών πολιτών, χωρίς
σπουδές Ιστορίας, που φαίνεται ότι έχει αναζωπυρωθεί τα τελευταία 15-20 χρόνια;
Τα στερεότυπα και οι ιδεολογικές
αγκυλώσεις οφείλονται στη διαίρεση και το τραύμα που προκάλεσε ο Εμφύλιος. Ας
μην ξεχνάμε ότι ο Εμφύλιος, κατά μια έννοια, συνεχίστηκε και μετά το τέλος των
εχθροπραξιών τον Αύγουστο του 1949.
Οι δεκάδες χιλιάδες πολιτικοί πρόσφυγες
στην Ανατολική Ευρώπη, οι διακρίσεις και οι διώξεις κατά της Αριστεράς
μετεμφυλιακά, η στρατιωτική δικτατορία διαιώνισαν τη διαίρεση μεταξύ «νικητών»
και «ηττημένων».
Από την άλλη πλευρά, η χρονική απόσταση των εβδομήντα και
πλέον ετών που μας χωρίζει από τα γεγονότα, όπως και το γεγονός ότι οι
περισσότεροι άνθρωποι που βίωσαν τον Εμφύλιο δεν ζουν πλέον, μας επιτρέπουν μια
νέα ματιά, μια πιο αποστασιοποιημένη προσέγγιση στη δεκαετία του 1940.
Η
αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος έχει να κάνει με
τη σημασία εκείνης της δεκαετίας για την ελληνική ιστορία συνολικά αλλά
και με την ανάγκη των σημερινών Ελλήνων να κατανοήσουν τις ιδεολογικές
δεσμεύσεις και τη συναισθηματική φόρτιση που γέννησε ο Εμφύλιος στις
προηγούμενες γενιές.
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014
424 σελ.
ISBN 978-960-221-576-0
Η αδύνατη επανάσταση - Η κοινωνική δυναμική του εμφυλίου πολέμου
Πολυμέρης ΒόγληςΕκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014
424 σελ.
ISBN 978-960-221-576-0
Ο
Πολυμέρης Βόγλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Σπούδασε στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο. Είναι
αναπληρωτής καθηγητής κοινωνικής ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας,
Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Βιβλιογραφία | |
(2014) | Η αδύνατη επανάσταση, Αλεξάνδρεια |
(2010) | Η ελληνική κοινωνία στην Κατοχή 1941-1944, Αλεξάνδρεια |
(2004) | Η εμπειρία της φυλακής και της εξορίας, Αλεξάνδρεια |
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα | |
(2013) | Ελληνικά παράδοξα, Αλεξάνδρεια |
(2011) | Δικτατορία 1967-1974, Μορφωτικό Ίδρυμα Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας - Θράκης |
(2010) | Ο Εμφύλιος Πόλεμος 1946-1949, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη |
(2009) | Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, Βιβλιόραμα |
(2009) | Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, Βιβλιόραμα |
(2009) | Τόποι εξορίας, Αλεξάνδρεια |
(2008) | Μνήμες και λήθη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, Επίκεντρο |
(2007) | Ιστορία και πολιτική στο έργο του Παντελή Βούλγαρη, Εκδόσεις Παπαζήση |
(2006) | Ο πειρασμός της αυτοκρατορίας, Μεταίχμιο [κείμενα, επιμέλεια] |
(2003) | Μετά τον πόλεμο, Αλεξάνδρεια |
(2000) | Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη: το παράδειγμα της Μακρονήσου, Φιλίστωρ |
Λοιποί τίτλοι | |
(2012) | Συλλογικό έργο, Η εποχή των ρήξεων, Επίκεντρο [επιμέλεια] |