Θύελλα αντιδράσεων αλλά και ερωτηματικά για τις πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης Ομπάμα σχετικά με την προστασία του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών προκάλεσε η αποκάλυψη της βρετανικής εφημερίδας «Γκάρντιαν», σύμφωνα με την οποία η NSA, η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας των ΗΠΑ, απέκτησε πρόσβαση στα δεδομένα τηλεφωνικών κλήσεων δεκάδων εκατομμυρίων Αμερικανών εν αγνοία τους και χωρίς να θεωρούνται ύποπτοι.
Το έγγραφο με τη σήμανση «άκρως
απόρρητο» που δημοσίευσε η έγκυρη εφημερίδα στην ιστοσελίδα της αναφέρει ότι δικαστική εντολή επιβάλει στην εταιρεία
τηλεπικοινωνιών Verizon να παραδίδει στοιχεία όλων των συνδρομητών της στην NSA
για ένα τρίμηνο και μέχρι τις 19 Ιουλίου, τόσο εντός των ΗΠΑ, όσο και των
κλήσεων από τις ΗΠΑ προς τρίτες χώρες και αντίστροφα.
Αν
και δεν έχει ακόμα γίνει γνωστό αν υπάρχουν παρόμοιες δικαστικές αποφάσεις και
για τους άλλους παρόχους κινητής και σταθερής τηλεφωνίας στις ΗΠΑ, θεωρείται
σχεδόν σίγουρο ότι το πλέγμα παρακολούθησης καλύπτει κάθε εταιρεία του χώρου,
άρα και το σύνολο των Αμερικανών που διαθέτουν τηλεφωνική σύνδεση, καθιστώντας
με αυτό τον τρόπο όλη τη χώρα έναν κολοσσιαίο «Μεγάλο Αδελφό».
Το
Δικαστήριο Παρακολούθησης Διεθνών Πληροφοριών έδωσε -τυπικά- την άδεια στο FBI και την NSA να
αποκτήσουν πρόσβαση σε δεκάδες εκατομμύρια δεδομένα κλήσεων που αφορούν στους
τηλεφωνικούς αριθμούς του καλούντος και του κληθέντα, πληροφορίες για τις
ακριβείς τους θέσεις, τη διάρκεια της κλήσης και στοιχεία της διάρκειάς τους,
αλλά και της ώρας που πραγματοποιήθηκαν. Η ίδια η συνομιλία πάντως δεν
καταγράφεται, όπως τουλάχιστον αναφέρεται στο έγγραφο.
Αυτό
που προκαλεί εντύπωση σε αναλυτές ασφαλείας είναι το γεγονός ότι είναι εξαιρετικά
ασυνήθιστο να διατάσσεται η παροχή των ευαίσθητων αυτών δεδομένων σε μαζική
κλίμακα, καθώς η συνήθης πρακτική είναι να ζητείται η άρση του απορρήτου για
συγκεκριμένο άτομο ή άτομα που θεωρείται ότι είναι ύποπτοι τέλεσης αξιόποινης
ενέργειας και ιδίως τρομοκρατικής επίθεσης εντός των ΗΠΑ ή στόχων αμερικανικών
συμφερόντων εκτός συνόρων.
Στέλεχος της κυβέρνησης Ομπάμα, ο
οποίος -θεωρητικά και με βάση τις δημόσιες τοποθετήσεις του- είχε διαφορετική
στάση σε σύγκριση με εκείνη του προκατόχου του Τζορτζ Μπους σε θέματα παρακολούθησης
εντός συνόρων, χαρακτήρισε πάντως την απόφαση ως ένα «σημαντικό εφόδιο για την προστασία του έθνους από
τρομοκρατικές απειλές κατά των ΗΠΑ», ιδίως μετά το φιάσκο των μυστικών
υπηρεσιών με το μακελειό στο Μαραθώνιο της Βοστώνης που δεν κατάφεραν να
αποτρέψουν, παρά το ότι διέθεταν αρκετά στοιχεία κατά των δραστών.
Κατά το παρελθόν είχαν αναφερθεί παρόμοιες περιπτώσεις
παρακολούθησης των τηλεπικοινωνιών και του Διαδικτύου, αλλά είναι η πρώτη φορά
που αυτό αποδεικνύεται με επίσημα έγγραφα, γεγονός που θεωρείται ότι θα πλήξει
τη δημόσια εικόνα του Ομπάμα, αλλά και θα ξανανοίξει τον ασκό του Αιόλου για το
μέχρι που μπορεί να φτάσει η κρατική παρακολούθηση ανυποψίαστων πολιτών που δεν
έχουν καμία εμπλοκή σε έκνομες δραστηριότητες.
Αν και η καταγραφή δεν περιλαμβάνει τη συνομιλία, τα υπόλοιπα
δεδομένα στα οποία «βάζει χέρι» η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας των ΗΠΑ αρκούν για
να σκιαγραφηθεί το πλήρες προφίλ τηλεφωνικών επικοινωνιών του κάθε χρήστη,
ακόμα και αναδρομικά, γεγονός που προκαλεί μεγάλες αντιδράσεις από οργανώσεις
προστασίας της ιδιωτικότητας των επικοινωνιών, αλλά και πολιτικούς.
Ήδη δύο Δημοκρατικοί γερουσιαστές, «ομόσταβλοι» δηλαδή του
Ομπάμα, φαίνεται ότι επιβεβαιώνονται: Ο Ρον Ουάιντεν και ο Μαρκ Γιούντολ έχουν
εκφράσει εδώ και δύο τουλάχιστον χρόνια τη «βαθιά ανησυχία» τους για το «εύρος
των παρακολουθήσεων που εφαρμόζουν οι μυστικές υπηρεσίες, με την ανοχή ή ακόμα
και την παρότρυνση της κυβέρνησης, υπό το μανδύα της Εθνικής Ασφάλειας». Με
επιστολή τους πέρσι στον υπουργό Δικαιοσύνης Έρικ Χόλντερ σχετικά με τον
«Πατριωτικό Νόμο» που τέθηκε σε ισχύ λίγο μετά την 11η Σεπτεμβρίου,
οι δύο γερουσιαστές επεσήμαναν ότι «υπάρχει πλέον σημαντική απόσταση από αυτό
που οι πολίτες θεωρούν νόμιμο και εκείνο που η κυβέρνηση ισχυρίζεται μυστικά
ότι επιτρέπει ο νόμος. Οι περισσότεροι Αμερικανοί θα έμεναν έκπληκτοι από τον
τρόπο με τον οποίο ερμηνεύεται ο νόμος από την κυβέρνηση».
Το πρόγραμμα παρακολούθησης των τηλεπικοινωνιών από την NSA ξεκίνησε στις 4 Οκτωβρίου του 2001, λίγο
μετά τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους, όταν ο τότε πρόεδρος Μπους
εξουσιοδότησε την υπηρεσία να συλλέξει δεδομένα κλήσεων, διαδικτυακών επαφών
και ηλεκτρονικής αλληλογραφίας αδιευκρίνιστου αριθμού Αμερικανών πολιτών. Το
2006 η εφημερίδα «USA Today»
αποκάλυψε ότι η NSA
συνέλλεγε μυστικά τα δεδομένα των πελατών των τριών μεγαλύτερων εταιρειών,
τηλεπικοινωνιών των ΗΠΑ, της Verizon, της Bell&South και της AT&T, με στόχο «να εντοπίσει ένα κοινό μοτίβο
επικοινωνιών που θα αποκάλυπτε τρομοκρατικούς πυρήνες εντός των ΗΠΑ». Το θέμα
τελικά «ξεφούσκωσε» ύστερα από κάποιο διάστημα και μέχρι την αποκάλυψη του «Guardian», αρκετοί θεωρούσαν ότι παρόμοιες
πρακτικές δε θα υιοθετούνταν από την πιο φιλελεύθερη -σε σύγκριση με την
προκάτοχό της- κυβέρνηση Ομπάμα.
Πως «αξιοποιούνται» τα
δεδομένα
Αν και δεν καταγράφεται η ίδια η συνομιλία, τα τεχνικά
χαρακτηριστικά της αρκούν για τη δημιουργία ενός πλήρους προφίλ των επαφών του
κάθε χρήστη, σύμφωνα με αναλυτές ασφαλείας. Το γεγονός ότι καταγράφονται οι
αριθμοί, η διάρκεια της κλήσης, η τοποθεσία του καλούντος και του κληθέντος,
αλλά και η ώρα που πραγματοποιήθηκε η συνδιάλεξη είναι τα κύρια δεδομένα που
συλλέγονται εν αγνοία του χρήστη, ενώ επιπλέον καταγράφεται ο μοναδικός κωδικός
ΙΜΕΙ του κάθε κινητού τηλεφώνου και τα στοιχεία της κάρτας SIM, ακόμα και αν πρόκειται για καρτοκινητό.