Του Άγγελου Αγγελίδη
Είναι ο τελευταίος επιζών του πληρώματος του ιστορικού και
ένδοξου υποβρυχίου Παπανικολής. Ο 98χρονος σήμερα Νικόλαος Τασιάκος θυμάται, σα
να είναι χθες, όλες τις λεπτομέρειες του ελληνοϊταλικού πολέμου και κυρίως τις
αμέτρητες επιτυχίας του Παπανικολή…
«Ήταν η πρώτη περιπολία μετά την κήρυξη του πολέμου.
Φτάσαμε στην Αδριατική αλλά δεν βρίσκαμε τίποτα. Από τις πολλές φορές, μία, παραμονές
Χριστουγέννων του '40, στις 12 η ώρα τη νύχτα, συναντήσαμε ένα ιστιοφόρο.
Πήγαινε στην Αλβανία, φορτωμένο πυρομαχικά, τροφές και διάφορα άλλα. Αφού
πήραμε τους αιχμαλώτους μέσα, το χτυπήσαμε για να το βουλιάξουμε, αλλά δεν τα
καταφέραμε», λέει.
Ο αιχμάλωτος Ιταλός κυβερνήτης αποδείχθηκε χρυσορυχείο
πληροφοριών. Έδωσε την πληροφορία ότι οι νηοπομπές από την Ιταλία προς την
Αλβανία, ακολουθούσαν παράκτια διαδρομή. Αμέσως μετά τους αποκάλυψε ότι την
επόμενη μέρα ήταν προγραμματισμένη μία μεγάλη νηοπομπή. «Ο κυβερνήτης μας ήταν
αποφασισμένος. Έξι τορπίλες που είχαμε, θα τις ρίχναμε και τις έξι και ό,τι
βγει…
Μόλις τα πλοία βγήκαν από το Πρίντεζι για να στρίψουν αριστερά προς το
βορρά, μπήκαμε στη μέση… Όταν έφτασαν σε απόσταση βολής ρίξαμε τέσσερις τορπίλες.
Και οι τέσσερις πέτυχαν το στόχο τους», λέει γεμάτος συγκίνηση.
Τέσσερις τορπίλες χρειάστηκαν για να διαλυθεί η νηοπομπή.
Κανένα πλοίο δεν πήγε στον προορισμό του. Άλλα χτυπήθηκαν κι άλλα επέστρεψαν
στο λιμάνι, ενώ άλλα έβαλαν ρότα για ακόμη βορειότερα. Το υποβρύχιο
«Παπανικολής» είχε γράψει, στον κόλπο του Οτράντο, ιστορία.
Το 1941, ο κ. Τασιάκος έκανε το τελευταίο του ταξίδι με το
υποβρύχιο. Έπαθε σκορβούτο και αβιταμίνωση μαζί με άλλα έξι άτομα, αφού, όπως
λέει, «το μόνο που τρώγαμε στα υποβρύχια ήταν κονσέρβες». Διακομίστηκε στο
νοσοκομείο και μετά τη θεραπεία τού ήρθε σήμα από το αρχηγείο της Μέσης
Ανατολής και βρέθηκε στην Αίγυπτο και στη δίνη του κινήματος του ναυτικού.
Πέρασε από φουρτούνες, νίκησε «Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες» και μετά τον πόλεμο
επέστρεψε στην Ελλάδα.
Το «μικρόβιο» της θάλασσας είχε ριζωθεί καλά μέσα του.
Ξαναμπάρκαρε. Αυτή τη φορά με το εμπορικό ναυτικό. «Γύρισα όλο τον κόσμο. Σε
επτά θάλασσες και πέντε ηπείρους. Έφτασα και στη Γη του Πυρός, στον πορθμό του
Μαγγελάνου, αλλά στην Ανταρκτική δεν πέρασα» μας λέει.
Γεννήθηκε το 1914 στη Δρακότρυπα, ένα μικρό χωριό στην
νότια Πίνδο. Από το χωριό του, έφυγε σχεδόν αμούστακο παιδί, μόλις στα
δεκατέσσερά του χρόνια. Στο Βόλο είδε για πρώτη φορά βαπόρι και τότε ούτε που
του περνούσε ποτέ από το μυαλό πως αυτός, ο ορεσίβιος νεαρός, θα «έτρωγε»
κάποτε με το κουτάλι τη θάλασσα. Περιπλανήθηκε σε τόπους πολλούς, δοκιμάστηκε
σε ακόμη περισσότερες δουλειές και σιγά σιγά τα βήματα της ζωής του τον
οδήγησαν στην Αθήνα. Ένας οικογενειακός φίλος τον παρότρυνε να βγάλει ναυτικό
φυλλάδιο ως «εργάτης θαλάσσης». Μετά την εκπαίδευση στη Σχολή Τορπιλών και
Ναρκών στο Σκαραμαγκά, δήλωσε εθελοντής στα υποβρύχια. Σήμερα, στα 98 του
χρόνια, τα καλοκαίρια αναζητά τον αναζωογονητικό δροσερό αέρα της Πίνδου, στα
γραφικά στενά της Δρακότρυπας, που περιδιαβαίνει με το αναπηρικό αμαξίδιό του.
Η θάλασσα όμως αποτελεί πάντα γι' αυτόν σημείο αναφοράς. «Πολλές φορές μου
λείπει η θάλασσα και την αναζητώ» μας λέει.