Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα holocaust. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα holocaust. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Στράτος Δορδανάς: "Το τραύμα της συνεργασίας Ελλήνων με τους κατακτητές δεν έχει επουλωθεί"




Ο Στράτος Δορδανάς, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών & Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Μακεδονίας, μιλάει για το ζήτημα του δοσιλογισμού κατά την περίοδο της κατοχής και σημειώνει ότι  "το τραύμα της συνεργασίας Ελλήνων με τους κατακτητές δεν έχει επουλωθεί". 

Παράλληλα, ο ιστορικός και συγγραφέας αναφέρεται στο θέμα των εβραϊκων περιουσιών της Θεσσαλονίκης, λέγοντας ότι από την υφαρπαγή τους "αναδείχθηκαν νέες οικονομικές και κοινωνικές ελίτ στη Θεσσαλονίκη, στηριζόμενες στις εβραϊκές περιουσίες και το πιο τραγικό είναι ότι μετά την απελευθέρωση όσοι ελάχιστοι εβραίοι επέστρεψαν στην πόλη αντιμετώπισαν την απόλυτη εχθρότητα και αδιαφορία, είτε σε επίπεδο προσώπων είτε σε επίπεδο θεσμών και κράτους".


Το ζήτημα της συνεργασίας με τους κατακτητές είναι πολυεπίπεδο και θα ήταν απλουστευτικό να περιοριστεί σε "άσπρο-μαύρο". Πως ερμηνεύετε τη συμπεριφορά και τις επιλογές των διάφορων κοινωνικών ομάδων σε τοπικό επίπεδο;


Η Ελλάδα δεν αποτέλεσε κάποια ιδιαιτερότητα κατά τη διάρκεια του  Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αναφορικά με το ζήτημα της συνεργασίας με τους κατακτητές και ειδικά με τους Γερμανούς, είτε ένοπλης, είτε ιδεολογικής,  είτε οικονομικής. 

Τα τελευταία χρόνια, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, έχουν δημοσιευθεί κατά την άποψή μου εξαιρετικές μελέτες για το ζήτημα της συνεργασίας. 


Φυσικά η Ελλάδα σε αυτό καθυστέρησε θα έλεγε κανείς, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όχι πάρα πολύ, όμως αυτή η καθυστέρηση είναι άξια επισήμανσης. Αυτό που πλέον γνωρίζουμε, παρά την πολυπλοκότητα του φαινομένου, είναι ότι αυτή η συνεργασία δεν κινήθηκε με έναν ενιαίο τρόπο, με μια ενιαία μορφή. 




Για λόγους μέχρι τώρα που είχαν να κάνουν με την πολιτική του παρελθόντος, όταν μιλούσαμε για τους συνεργάτες, τους δοσίλογους, ουσιαστικά λειτουργούσαμε ισοπεδωτικά και τους βάζαμε όλους, θα έλεγα, σε ένα σακί. 

Τα τελευταία χρόνια είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι αυτό το φαινόμενο παρουσιάζει πάρα πολλές διακυμάνσεις και ιδιαιτερότητες και στο σύνολο της χώρας και πολύ περισσότερο όταν το εξετάζει κανείς στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών. 


Με απλά λόγια, ήταν πολλοί οι λόγοι για τους οποίους κάποιος αποφάσισε να συνεργαστεί με τους Γερμανούς και αυτοί οι λόγοι έχουν να κάνουν κατά πρώτον με την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού, υπήρξαν κάποιοι ελάχιστοι που δέχθηκαν να συνεργαστούν για ιδεολογικούς λόγους και τη λέξη «ελάχιστοι» τη σημειώνω γιατί πράγματι ήταν πολύ λίγοι εκείνοι που μπορούσαν να κατανοήσουν τα ιδεολογικά διακυβεύματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κυρίως στις μεγάλες πόλεις την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. 




Από την άλλη πλευρά, υπήρξαν αρκετοί που συνεργάστηκαν για δικούς τους λόγους, οι οποίοι είχαν να κάνουν με τις συνθήκες που επικρατούσαν στις τοπικές κοινωνίες, προσωπικοί λόγοι, προσωπικές διαφορές, τοπικές αντιπαραθέσεις που προϋπήρχαν του Πολέμου, πολιτικές αντιπαραθέσεις σε τοπικό επίπεδο, λόγοι αντεκδίκησης.


Με άλλα λόγια αν παρομοιάσουμε τη βία ως ένα νερόμυλο, ο οποίος κινείται όλο και περισσότερο, όσο αυξάνεται η βία, όσο ο ΕΛΑΣ ενδυναμώνεται και στρέφεται εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων, ακόμα και εναντίον εκείνων οι οποίοι το πρώτο διάστημα τον ενίσχυσαν, τόσο δημιουργείται ένα πιο συμπαγές αντιεαμικό μπλοκ, το οποίο επίσης είναι πολυσυλλεκτικό, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και άτομα που δέχθηκαν να πάρουν όπλα από τους Γερμανούς για να στραφούν εναντίον του ΕΛΑΣ. 


Υπήρχαν επίσης και οικονομικοί λόγοι, έχουμε τους οικονομικούς δοσίλογους, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, διασώζονται δηλαδή δεν καταδικάζονται και βρίσκονται στο απυρόβλητο, αφού αν καταδικάζονταν θα έπρεπε το σύνολο σχεδόν της οικονομικής και επιχειρηματικής ζωής της Ελλάδας να καταδικαστεί, άρα η χώρα θα αποκεφαλιζόταν οικονομικά και επιχειρηματικά. 




Είναι επίσης εκείνοι οι οποίο σε τοπικό επίπεδο, για λόγους γλωσσικούς, εθνοτικούς, διαφοροποιούνται από τις τοπικές τους κοινωνίες και επιλέγουν να συνεργαστούν με τους κατακτητές. 


Η Μακεδονία προσφέρει ένα πολύ καλό παράδειγμα, καθώς περιλαμβάνει όλες τις προαναφερθείσες κατηγορίες συνεργασίας με τον κατακτητή, συμπεριλαμβανομένων και των τελευταίων, δηλαδή τσάμηδες στην Ήπειρο, κάποιοι από τους σλαβόφωνους στη Δυτική Μακεδονία, οι οποίοι εξοπλίστηκαν αρχικά από τους Βούλγαρους και στη συνέχεια από τους Γερμανούς, το λεγόμενο κομιτάτο, οι τουρκόφωνοι πρόσφυγες της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας, οι οποίοι γλωσσικά αλλά και πολιτισμικά δεν είχαν καταφέρει να αφομοιωθούν, να χωνευθούν από την ελληνική κοινωνία, το ελληνικό κράτος.




Αυτό θα έλεγε φυσικά κανείς ότι δεν ήταν αρκετό για να δεχθούν να συνεργαστούν με τους Γερμανούς, παρόλ’ αυτά λόγω του συντηρητισμού τους, της μη αφομοίωσής τους, καθώς είχαν συμπληρωθεί 20 περίπου χρόνια από τότε που ήρθαν από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, ήταν απρόθυμοι να υιοθετήσουν τις ριζοσπαστικές θέσεις του ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αποτέλεσαν έναν από τους πιο ισχυρούς αντιπάλους του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στη Μακεδονία κυρίως και συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς όχι για λόγους ιδεολογικούς ή πολιτικούς αλλά επειδή δεν ήταν σε θέση να χάσουν την πατρίδα τους, αυτή η δεύτερη πατρίδα για τους ανθρώπους αυτούς, μετά τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. 


Από την άλλη πλευρά, ο κομμουνισμός ήταν ο υπ αριθμόν 1 κίνδυνος, σε σύγκριση με τον κίνδυνο που συνιστούσε ο κατακτητής, δηλαδή αν οι Γερμανοί έφευγαν από τη χώρα, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ θα παρέμενε. 

Επομένως επέλεξαν να στραφούν κατά του εσωτερικού τους εχθρού και όχι κατά του κατακτητή. 


Έχει αξία να διαπιστώσει κανείς και τη χρονική στιγμή που κάποιος αποφασίζει να συνεργαστεί με τους Γερμανούς.  Είναι μια απόδειξη του κύκλου της βίας που ολοένα και περισσότερο διευρύνεται. 



Ενώ αυτοί που εξοπλίστηκαν το 1943 περίμεναν τη νίκη των γερμανικών όπλων στον Πόλεμο, όσο περνάει ο καιρός και φτάνουμε στο καλοκαίρι του 1944, λίγες μόλις βδομάδες πριν την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, εξοπλίζονται και στρέφονται κατά των αντιστασιακών οργανώσεων, γεγονός που μας δείχνει ότι η γερμανική προπαγάνδα παρέμενε πολύ ισχυρή και λειτουργούσε ως φόβητρο για την «επόμενη μέρα» της απελευθερωθείσας χώρας, δηλαδή τι περίμενε όσους δε συμπαρατάχθηκαν με τον ΕΛΑΣ.


Από την άλλη πλευρά μας δείχνει επίσης και το βαθμό της βίας μέχρι το τέλος της Κατοχής, στο σχήμα της «δράσης-αντίδρασης», δηλαδή όσο αύξανε την επιρροή του ο ΕΛΑΣ τόσο περισσότερο αυξανόταν και η δύναμη των ταγμάτων ασφαλείας με αποτέλεσμα το τελευταίο διάστημα της Κατοχής να έχουμε αρκετούς στρατολογημένους είτε με τη θέλησή τους, είτε με αναγκαστική στρατολόγηση.



Που αποδίδετε την καθυστέρηση που αναφέρατε στην ιστορική έρευνα, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και τη μελέτη των φαινομένων της συνεργασίας με τους ναζί στην Ελλάδα;


Αυτή η καθυστέρηση αποδίδεται κατά βάση στις εξελίξεις μεταπολεμικά στην Ελλάδα. 

Ένας εμφύλιος πόλεμος που λειτούργησε ως «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» για αρκετούς συνεργάτες των Γερμανών, οι οποίοι στο πλαίσιο του εμφυλίου «αναβαπτίσθηκαν» ως ακραιφνείς πατριώτες και εθνικόφρονες και ενσωματώθηκαν στο εμφυλιακό και μετεμφυλιακό κράτος, δε δικάστηκαν και δεν καταδικάστηκαν οι περισσότεροι από αυτούς και όσοι καταδικάστηκαν, πολύ σύντομα, δηλαδή μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ήταν ελεύθεροι πολίτες. 




Στη συνέχεια το φαινόμενο, το οποίο «χωνεύθηκε» από το εμφυλιακό και εθνικόφρον κράτος, παρακολούθησε τις εξελίξεις και ξαναεπέστρεψε στις ρίζες του κατά τη διάρκεια της επταετίας 1967-1974, η οποία έρχεται ουσιαστικά να δώσει ένα διαφορετικό περιεχόμενο στην έννοια  «Εθνική Αντίσταση», να συνταξιοδοτήσει όσους είχαν αντισταθεί κατά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ την περίοδο της Κατοχής και είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές, θεωρώντας τους ακραιφνείς πατριώτες που έχρηζαν αποκατάστασης.


Μόλις τη δεκαετία του 1980, κατά την οποία δόθηκε και πάλι άλλο περιεχόμενο στην έννοια της Εθνικής Αντίστασης, πλέον άρχισαν οι εξελίξεις να αποδεσμεύουν τον ιστορικό μελετητή από τα δεσμά της τρέχουσας πολιτικής και κοινωνικής συγκυρίας, να του δίνεται η δυνατότητα σε μια κοινωνία η οποία σταδιακά άρχισε να ωριμάζει και να απομακρύνεται από τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940, να αποδεχθεί, να διαπιστώσει, να ακούσει πως η Εθνική Αντίσταση ήταν ένα ωραίο αφήγημα της τοπικής μας ιστορίας, πως δεν πρόκειται για μια ενιαία εθνική αντίσταση, πως η ελληνική κοινωνία, όπως και άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, δεν αντιστάθηκε εν ομονοία εναντίον των Γερμανών, αλλά υπήρξαν πληθυσμιακές ομάδες ή μεμονωμένα άτομα, τα οποία συνεργάστηκαν με τους κατακτητές.




Το ζήτημα της συνεργασίας με τους κατακτητές, ήταν πιο διαδεδομένο από όσο θεωρούσαμε δεδομένο, είτε σε οικονομικό (πχ. εργολάβοι, εργοστάσια, ορυχεία κ.λπ.), είτε σε στρατιωτικό (ένοπλα τμήματα), είτε ακόμα και σε ιδεολογικό επίπεδο (ναζί και φασίστες Έλληνες). Γιατί θεωρείται "ταμπού" ακόμα και σήμερα στη χώρα μας το ζήτημα της συνεργασίας με τους κατακτητές; Υπάρχουν ζωντανοί... σκελετοί στις ντουλάπες, ή απλά η προσέγγιση ότι η συνεργασία ήταν πολύ πιο εκτεταμένη από όσο θεωρούσαμε δεδομένη μέχρι πρόσφατα, αλλάζει την ιστορία της χώρας μας κατά την περίοδο της κατοχής;


Ακόμα και σήμερα μας απασχολεί, αν και έχει χάσει τη δυναμική που είχε τα προηγούμενα χρόνια και θα επιχειρηματολογήσω με βάση το σκεπτικό μου. 

Μέχρι πρόσφατα η ελληνική κοινωνία θεωρούσε το ζήτημα του δοσιλογισμού ως «ταμπού», δηλαδή ουσιαστικά όπως και για άλλα ζητήματα της δεκαετίας του 1940, ως μια ακόμα «καυτή πατάτα» της ελληνικής Ιστορίας. 


Ήταν μια φοβική προσέγγιση και εν μέρει και σήμερα εξακολουθεί να είναι όχι σε αυτή την έκταση όπως πριν, η οποία όμως είναι «απόμακρη» και «ξένη» με την Ιστορία και τον επαγγελματία ιστορικό.



Φυσικά, το τραύμα της συνεργασίας Ελλήνων με τους κατακτητές δεν έχει επουλωθεί. 

Η κοινωνία, λόγω των μετέπειτα εμφυλιακών και μετεμφυλιακών εξελίξεων, δε στάθηκε με σθένος απέναντι στο φαινόμενο αυτό για να το διαπραγματευθεί, το κράτος φυσικά ήταν πολύ εχθρικό, καθώς είχε ενσωματώσει τους «αγωνιστές» των ταγμάτων ασφαλείας και τους συνεργάτες των Γερμανών της περιόδου της Κατοχής και το αποτέλεσμα ήταν πως το φαινόμενο βρέθηκε κάτω από το «χαλάκι» της Ιστορίας και αναδείχθηκε στο προσκήνιο μόλις τα τελευταία χρόνια.


Μέρος της κοινωνίας αντιμετωπίζει ακόμα και σήμερα φοβικά το φαινόμενο, φοβούμενη μήπως αμφισβητηθεί το εθνικό αφήγημα της ενιαίας εθνικής αντίστασης, φοβούμενη επίσης για το τι θα έβγαινε από τις «ντουλάπες με τους σκελετούς», τι θα αποκαλυπτόταν και φοβούμενη μια ονοματολογία που θα έφερνε στο προσκήνιο παλιά πάθη.




Όμως αυτοί οι φόβοι είναι ξένοι προς τον επαγγελματία ιστορικό γιατί ο στόχος της μελέτης των ταμπού είναι να μελετηθεί επιστημονικά και νηφάλια, με τη δέουσα δεοντολογία το φαινόμενο της συνεργασίας με τον κατακτητή.


Ο ιστορικός δεν επιδιώκει να συντάξει ονομαστικούς καταλόγους, να αποδώσει ευθύνες, να στήσει ειδικά δικαστήρια, να δικάσει και να καταδικάσει όσους είχαν συνεργαστεί για διάφορους λόγους με τους κατακτητές. Δεν επιδιώκει να απονείμει δικαιοσύνη ο ιστορικός, δεν επιδιώκει να κρίνει. 


Αυτό που επιδιώκει είναι να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους ένας αριθμός Ελλήνων επέλεξε να στραφεί εναντίον της αντίστασης κατά των κατακτητών.


Επίσης, δεν είναι εύκολο να συμφιλιωθεί κάποιος με την ιδέα πως ενδεχομένως στο γενεαλογικό του δένδρο είχε ένα συγγενή ο οποίος δε μπορούσε να ενσωματωθεί στο εθνικό αφήγημα περί «ενιαίας αντίστασης στον κατακτητή» και ίσως αποτελούσε μια «μαύρη σελίδα» στην οικογενειακή του ιστορία. 




Είναι πάρα πολύ δύσκολο στις τοπικές κυρίως κοινωνίες, σε ένα χωριό, ακόμα και μετά την παρέλευση τόσων δεκαετιών να ξεπλυθεί το αίμα. Πρόκειται για αίμα που δε χωρίζει ίσως οικογένειες, αλλά βρίσκεται ακόμα εκεί. 


Ο ιστορικός το νιώθει, το ψυχανεμίζεται ότι ακόμα δεν έχει πλυθεί το αίμα, υπάρχει ακόμα στις σκέψεις. Για να το κάνει θα πρέπει να χρησιμοποιήσει «ιστορικά εργαλεία» που έχουν να κάνουν με τον τρόπο λειτουργίας μιας κοινωνίας, μιας οικογένειας, να προσπαθήσει κάποιος όσο περισσότερο μπορεί να κοιτάξει το παρελθόν προσπαθώντας να το κατανοήσει, να επιστρέψει ο ίδιος στο παρελθόν για να κατανοήσει ποιες ακριβώς ήταν οι συνθήκες που επικρατούσαν τότε και ξεχνώντας ότι είναι προϊόν της εποχής του.




Όταν εξέδωσα το βιβλίο μου «ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΕΛΛΗΝΩΝ» κάποια στιγμή ένας απόγονος ενός πρωταγωνιστή του βιβλίου που είχε συνεργαστεί με τους κατακτητές, είχε μάλιστα ξεκινήσει προπολεμικά με την επαφή του με εθνικοσοσιαλιστικούς κύκλους, μου ζήτησε «να αποκαταστήσω την τιμή του παππού μου».   

Σκέφθηκα πολύ πριν του απαντήσω και τελικά όταν επικοινώνησα μαζί του, τον ρώτησα αν είχε διαβάσει το βιβλίο. Εκείνος μου απάντησε πως δεν το είχε διαβάσει και τον κάλεσα να το διαβάσει και αν μετά την ανάγνωση εξακολουθεί να έχει την ίδια στάση, ότι δηλαδή όσα ισχυρίζομαι στο βιβλίο είναι ατεκμηρίωτα, τότε να συζητήσουμε σε μια νέα βάση. 



Τελικά, δεν επικοινώνησε ξανά μαζί μου. Δε διάβασε το βιβλίο, ή το διάβασε και είδε την οικογενειακή του ιστορία με διαφορετικό μάτι; Κατανόησε ενδεχομένως ότι υπήρχαν τεκμηριωμένα γεγονότα που δε γνώριζε; Έχω την αίσθηση ότι συνέβη το τελευταίο. 


Πολλοί ισχυρίζονται ότι «η Ιστορία επαναλαμβάνεται». Εσείς υιοθετείτε αυτή την προσέγγιση, ως ιστορικός;


Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Πράγματι, έχουμε συνηθίσει να το ισχυριζόμαστε, αλλά δεν επαναλαμβάνεται γιατί τα γεγονότα μέσα στη χρονική τους διάρκεια είναι μονοσήμαντα. Σε καμία περίπτωση δε μπορούν να επαναληφθούν τα γεγονότα του παρελθόντος με τον ίδιο τρόπο και μέσα στις ίδιες συνθήκες. 




Δε μπορεί κάποιος να μεταφέρει όλο το κλίμα και όλη τη χρονική συγκυρία της περιόδου της κατοχής να τη μεταφέρει στο παρόν. Είναι σαν να μεταφυτεύεις ένα φυτό και να μην παίρνεις όλο το χώμα και τις ρίζες του για να το βάλεις σε άλλη γλάστρα. 


Πέρα από αυτό όμως, σαφώς και μπορούμε να διακρίνουμε σημεία των καιρών που θυμίζουν το παρελθόν. Αλίμονο. Αυτό μπορεί να το κάνει ο ιστορικός που παρακολουθεί συμβάντα του παρόντος που δεν τον εκπλήσσουν, γιατί γνωρίζει παρόμοια γεγονότα του παρελθόντος. 


Αν δει κανείς πως μεταφέρθηκε στην κεντρική και την περιφερειακή πολιτική σκηνή η συζήτηση για τη δεκαετία του 1940 μεταπολεμικά, θα διαπιστώσει ότι όσα συνέβησαν κατά την περίοδο της Κατοχής επανέρχονταν στο πολιτικό σκηνικό και χρησιμοποιούνταν, εντάσσονταν και γονιμοποιούνταν στην πολιτική φρασεολογία των κομμάτων με ένα τρόπο που θύμιζε πολύ την κατασκευή του Φρανκενστάιν από το δημιουργό του. Προσπαθούσε δηλαδή να αξιοποιήσει την τρέχουσα πολιτική συγκυρία χρησιμοποιώντας κομμάτια από το παρελθόν. 




Όσον αφορά το φαινόμενο του δοσιλογισμού, δεν εκπλήσσει τον ιστορικό όταν ακόμα και σήμερα στο ελληνικό κοινοβούλιο εκτοξεύονται κατηγορίες περί δοσιλογισμού. Η φρασεολογία περί «νέων κατακτητών και δοσιλόγων» έχει σαφές ιστορικό υπόβαθρο. 

Αυτό που εκπλήσσει τον ιστορικό είναι ο εύκολος τρόπος, ο εύπεπτος τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνονται αυτές οι κατηγορίες από την κοινή γνώμη. Μια ανακύκλωση των παλιών κατηγοριών τις οποίες τις συναντά ακόμα και σήμερα. 


Σήμερα, συζητούμε για «ξένες δυνάμεις που εποφθαλμιούν τη χώρα», για «νέα κατοχή από το τέταρτο ράιχ της Μέρκελ», για «μνημονιακούς δοσίλογους». 



Έτσι οδηγούμαστε σε ένα κλίμα πόλωσης, ένα διχαστικό κλίμα που στηρίζεται σε ένα δίπολο: Μνημονιακοί-Αντιμνημονιακοί, όπως αντίστοιχα κατά το παρελθόν έχουμε συναντήσει άλλα ιστορικά διχαστικά δίπολα: Βενιζελικοί-Αντιβενιζελικοί, Κομμουνιστές-Εθνικόφρονες και σήμερα βλέπουμε πολιτικές δυνάμεις να ανατρέχουν για να αντλήσουν επιχειρήματα στη δεκαετία του 1940.


Κατά την άποψή μου είναι μη δόκιμες και ανιστορικές αυτές οι γεφυρώσεις, όταν κυρίως γίνεται αυτό χωρίς να γνωρίζεις το πλαίσιο, αλλά και την εποχή από την οποία επιχειρείς να αντλήσεις επιχειρήματα. 


Οι εβραϊκές περιουσίες της Θεσσαλονίκης - μια "συνομωσία της σιωπής" - πως άλλαξαν χέρια σε μια νύχτα οι περιουσίες, πως διέφυγαν του Νόμου κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις και εν τέλει πως διαγράφηκε μια παρουσία αιώνων του εβραϊκού στοιχείου στην πόλη; Υπήρξε ολιγωρία ή ύποπτη απροθυμία των ελληνικών αρχών να διαλευκάνουν υποθέσεις δοσίλογων σε δικαστικό επίπεδο στην Ελλάδα, ή να ζητήσουν την έκδοσή τους από τη Γερμανία π.χ.; Τελικά, ισχύει ο αφορισμός ότι οι δοσίλογοι την έβγαλαν καθαρή;


Ισχύει με κάποια επιφύλαξη το ότι όσοι συνεργάστηκαν με τους κατακτητές δεν τιμωρήθηκαν μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Η επιφύλαξή μου έχει να κάνει με το ότι το ίδιο το κράτος, μετά την απελευθέρωση και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, επιχείρησε να δικάσει όσους συνεργάστηκαν, όσους πλήγωσαν το κοινό περί δικαίου αίσθημα, πλήγωσαν την εθνική αξιοπρέπεια και την τιμή της χώρας και σε αυτό το πλαίσιο η ελληνική Δικαιοσύνη προσπάθησε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. 



Ίσως αποτελούσε και το τελευταίο ανάχωμα πριν από την πλήρη κατάρρευση αυτής της προσπάθειας. Όσο περισσότερο βυθιζόταν η χώρα στον εμφύλιο, τόσο το κράτος όσο και η κοινωνία απέστρεφαν το βλέμμα τους από τα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της κατοχής. 


Ουσιαστικά ο εμφύλιος ήρθε να προσθέσει τη δική του δυναμική σε μια κοινωνία η οποία εξακολουθούσε να χειμάζεται και παράλληλα λειτουργούσε ως παραμορφωτικός φακός γεγονότων της κατοχής. 

Από την άλλη πλευρά η ίδια η κοινωνία μέσα στο πλαίσιο του εμφυλίου ήταν απρόθυμη να ασχοληθεί, γιατί πάνω στο παλιό αίμα άρχισε να προστίθεται καινούριο αίμα, πάνω στα παλιά εγκλήματα, προστέθηκαν νέα. 

Επομένως είναι σαν τη μνήμη του ανθρώπου, το ανθρώπινο μυαλό: Δε θυμάται τα προηγούμενα, γιατί υπάρχει ανάγκη να μη θυμάται, γιατί πάνω στα παλιά κάθονται οι καινούριες μνήμες. 


Το αποτέλεσμα ήταν πως πράγματι δεν έχουμε τον εντυπωσιακό αριθμό καταδικασθέντων δοσιλόγων και εν γένει συνεργατών των Γερμανών, με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. 



Παράλληλα, ας μην ξεχνάμε πως το ίδιο το κράτος ήθελε να τους ενσωματώσει, γιατί ήταν ένα πολύ καλό δυναμικό που δεν ήθελε να αφήσει στο περιθώριο. 

Στην Ελλάδα είχαμε λίγες συγκριτικά καταδίκες συνεργατών των Γερμανών και από αυτές, ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις των δοσιλόγων που πλήρωσαν με τη ζωή τους τη συνεργασία με τον κατακτητή. 


Άρα να επαναλάβω ότι το τραύμα έμεινε να χάσκει, έμεινε ανεπούλωτο.


Σε ό,τι αφορά στις εβραϊκές περιουσίες, θα ξεκινούσα από το γεγονός ότι περάσαμε από τη «μνημοκτονία» στην «υπερμνησία» αναφορικά με το Ολοκαύτωμα και την τύχη των εβραίων της Θεσσαλονίκης. 

Πολλοί ζήτησαν να τοποθετηθούν ως «μεσεγγυούχοι» των εβραϊκών περιουσιών της Θεσσαλονίκης, αλλά και εκεί παρατηρούμε διαφοροποιήσεις: Υπήρχαν άνθρωποι που είχαν έρθει από τις βουλγαροκρατούμενες περιοχές και χρειάζονταν στέγη, ή να πιάσουν την άκρη του νήματος από κει που την είχαν αφήσει στους τόπους καταγωγής τους, ανοίγοντας ένα μαγαζάκι για να ζήσουν.


Υπήρχε όμως και μια κατηγορία ανθρώπων, η οποία υπέβαλλε αιτήσεις στους Γερμανούς για να τοποθετηθεί ως μεσεγγυούχος. Επεδίωξε δηλαδή μετ’ επιτάσεως και επιμονής να πάρει εβραϊκές περιουσίες. Αυτή η κατηγορία των ανθρώπων βρέθηκε, μετά την απελευθέρωση, κυριολεκτικά στο απυρόβλητο. 

Κανένα ειδικό δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τους μεσεγγυούχους, αν και στα χέρια της Δικαιοσύνης είχαν βρεθεί καταστάσεις που συμπλήρωναν με ονόματα και διευθύνσεις την εικόνα των μεσεγγυούχων. 

Μάλιστα, στις καταστάσεις αυτές, αναφερόταν και ο λόγος που δίνονταν οι περιουσίες των εβραίων της πόλης. Σε πολλές από τις περιπτώσεις αυτές, ο λόγος που αναγραφόταν ήταν «κατόπιν γερμανικής διαταγής». 


Οι Γερμανοί δεν ήταν αφελείς. Δε θα έδιναν σε κάποιον εβραϊκή περιουσία, αν δεν υπήρχε αντίκρισμα, ήταν μια σχέση δούναι και λαβείν. Αυτοί οι άνθρωποι δε δικάστηκαν ποτέ.


Γενικότερα στο ζήτημα των εβραϊκών περιουσιών ενεπλάκησαν πάρα πολλοί. 

Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο μια πόλη χώνεψε πολύ εύκολα και σε μικρό χρονικό διάστημα την εξαφάνιση του εβραϊκού πληθυσμού και τη διασπάθιση κινητής και της ακίνητης περιουσίας του. 




Αναδείχθηκαν νέες οικονομικές και κοινωνικές ελίτ στη Θεσσαλονίκη, στηριζόμενες στις εβραϊκές περιουσίες και το πιο τραγικό είναι μετά την απελευθέρωση όσοι ελάχιστοι εβραίοι επέστρεψαν στην πόλη αντιμετώπισαν την απόλυτη εχθρότητα και αδιαφορία, είτε σε επίπεδο προσώπων είτε σε επίπεδο θεσμών και κράτους και το ευτύχημα είναι ότι σήμερα έρχεται η Ιστορία να μελετήσει ένα πάρα πολύ δύσκολο φαινόμενο, τόσο στη Θεσσαλονίκη, όσο και σε άλλες πόλεις που υπήρχαν εβραϊκές κοινότητες. 


Πόσο εύκολο είναι για έναν ιστορικό να αφήσει στην άκρη τις πεποιθήσεις του, ιδίως αν αυτές αντιβαίνουν στην επιστημονική έρευνα; Τι είναι αυτό που διακρίνει την Ιστορία ως αφήγημα, οι υποκειμενικές ερμηνείες, οι μαρτυρίες των πρωταγωνιστών, η αναδίφηση των αρχείων, το κυρίαρχο ρεύμα της εποχής;


Θα ξεκινήσω από μια γενική παραδοχή: Η Ελλάδα είναι αφιλόξενη χώρα για την ιστορική έρευνα και παλιότερα, αλλά και σήμερα. 

Φυσικά, ευτυχώς τα πράγματα έχουν αλλάξει ως προς τον πλούτο των αρχείων, έχουν έρθει στο φως νέα αρχεία που εμπλουτίζουν την εικόνα, συμπληρώνουν τις χαμένες ψηφίδες, αν και δε θα καταφέρουμε ποτέ να ολοκληρώσουμε την εικόνα της εποχής εκείνης. 



Πλέον και τα τεχνικά μέσα μας βοηθούν πάρα πολύ ως ερευνητές αλλά ο κοινός παρονομαστής του τότε και του τώρα είναι πως η χώρα δεν ακολουθεί μια πολιτική που να είναι φιλική προς τον ερευνητή. 


Για να αποδυθεί κάποιος σε μια έρευνα στην Ελλάδα θα πρέπει να διαθέτει όχι μόνο χρόνο, αλλά και χρήματα. Η έρευνα στη χώρα μας είναι πολυέξοδη και ιδιαίτερα κοπιαστική λόγω του ψυχολογικού φόρτου που επιφέρει στον ερευνητή. 


Αν κανείς πάει στο Foreign Office (Υπουργείο Εξωτερικών της Βρετανίας) και νιώθει σαν να βρίσκεται στον… παράδεισο, μπορεί να φωτογραφίσει χιλιάδες έγγραφα χωρίς κόστος, αν το ίδιο μπορεί να κάνει στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών, όπου πάλι η πρόσβαση στους ερευνητές είναι ελεύθερη, με τις υπηρεσίες και το προσωπικό να διευκολύνουν τον ερευνητή, τότε η κατάσταση στην Ελλάδα, ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το ιστορικό αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών, είναι δυστυχώς κακή. 

Κτιριακές εγκαταστάσεις, υποδομές δεν προσφέρονται για έρευνα. Αλλά εδώ εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι το ιστορικό αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών είναι θεματοφύλακας της εθνικής μας Ιστορίας. 


Εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε τους ιστορικούς ερευνητές ως «απειλή» για την εθνική μας Ιστορία και όταν λέμε στους φοιτητές μας να μεταβούν στην Αθήνα για μια έρευνα, αντιλαμβάνεστε πόσο κοστίζει η μετάβαση και η διαμονή, και δικαιούνται να βλέπουν μόνο τρεις φακέλους και να βγάζουν μόνο 50 φωτοτυπίες. Ελπίζω, παρά το ότι δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος ότι τα πράγματα θα αλλάξουν μαθαίνοντας ότι το αρχείο έχει ψηφιοποιηθεί μέχρι το 1922.

Ίδωμεν!


Ο ιστορικός, για να επανέλθω στην ερώτησή σας, είναι προϊόν της εποχής του. 


Όσο και να προσπαθεί δε μπορεί να απομακρυνθεί από το παρόν. Είναι δύσκολο να μεταφερθείς στο παρελθόν για να απαντήσεις με ειλικρίνεια τα «τι» και τα «πως» της Ιστορίας και τις ανθρώπινες επιλογές. 

Αυτό το ταξίδι στο παρελθόν είναι έργο του ιστορικού να μεταφέρει τα βιώματα, τις πεποιθήσεις του, αλλά όχι με σκοπιμότητα. Αν έχει κάποιος προαποφασίσει τα συμπεράσματά του πριν ερευνήσει και πριν ακόμα ξεκινήσει να γράφει το βιβλίο του, τότε ουσιαστικά δεν υπηρετεί την ιστορική επιστήμη, αλλά τις προσωπικές του πεποιθήσεις. 


Αυτό είναι casus belli για την ιστορία γιατί δεν ερχόμαστε να δικαιώσουμε τις πολιτικές μας απόψεις, αν και είμαστε όλοι πολιτικά όντα, έχουμε πολιτικές απόψεις και πεποιθήσεις. ‘Άλλο όμως αυτό και άλλο όταν με τη «σφραγίδα» του επαγγελματία ιστορικού προσπαθείς να είσαι ειλικρινής. 

Αν οι πηγές σε οδηγούν σε άλλα συμπεράσματα σε σχέση με εκείνα που είχες διαμορφώσει στο μυαλό σου ή ήθελες, τότε να είσαι σε θέση να αναγνωρίσεις το σφάλμα σου πριν δημοσιεύσεις το βιβλίο σου. 

Δηλαδή με απλά λόγια, οι πηγές σου να σε πάνε στο συμπέρασμα και όχι να χειραγωγείς εσύ τις πηγές σου. 


-----------------------------------------------------------------------------------


Ο Στράτος Δορδανάς είναι Επίκουρος Καθηγητής Ιστορίας στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. 

Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στη μελέτη των σχέσεων της Γερμανίας με τις βαλκανικές χώρες τον 19ο-20ο αιώνα, καθώς και σε ζητήματα σχετικά με την ιστορία του ελληνικού μακεδονικού χώρου. 

Ειδικεύεται στην πολιτική-διπλωματική και κοινωνική ιστορία, στη μελέτη των πολεμικών συρράξεων και των εμφύλιων συγκρούσεων, με σημεία αναφοράς τους δύο παγκοσμίους πολέμους.  

Είναι συγγραφέας των μελετών: Έλληνες εναντίον Ελλήνων. Ο κόσμος των Ταγμάτων Ασφαλείας στην κατοχική Θεσσαλονίκη, 1941-1944 (Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2006). Το αίμα των αθώων. Αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στη Μακεδονία, 1941-1944 (Εστία, Αθήνα 2007). Η γερμανική στολή στη ναφθαλίνη. Επιβιώσεις του δοσιλογισμού στη Μακεδονία, 1945-1974 (Εστία, Αθήνα 2011). 

Βιβλία με άλλους: Κώστας Φωτιάδης-Στράτος Δορδανάς-Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Αθώα θύματα στο Βέρμιο. Οι Πύργοι και το Μεσόβουνο στην Κατοχή, 1941-1944 (Δήμος Βερμίου/Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 2010). Συν-επιμελητής: Στράτος Ν. Δορδανάς-Βάιος Καλογρηάς (έρευνα, μετάφραση, επιμέλεια, εισαγωγή), Η Γερμανική Αυτοκρατορία και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Άγνωστες πτυχές από τα γερμανικά αρχεία (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών/Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 2012). Το Μακεδονικό και η Γερμανία. Απόρρητα έγγραφα του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών, (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών/Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 2013).



Βιβλιογραφία

(2011)   Η γερμανική στολή στη ναφθαλίνη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας

(2007)   Το αίμα των αθώων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(2006)   Έλληνες εναντίον Ελλήνων, Επίκεντρο