Τροφοδότησε το θαύμα της Βιομηχανικής Επανάστασης
αλλάζοντας για πάντα την ιστορία ολόκληρης της ανθρωπότητας, όχι όμως χωρίς
τίμημα. Περισσότερο από έναν αιώνα μετά, ο φόρος υποτέλειας που πληρώνουμε στο
«Βασιλιά Άνθρακα» έχει μετατραπεί στον χειρότερο εφιάλτη για τον πλανήτη και
για ολόκληρη την ανθρωπότητα
ΚΕΙΜΕΝΟ: ΤΑΚΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, Υπεύθυνος ενέργειας και
κλιματικών αλλαγών Greenpeace Hellas
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ 8 ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ "ΓΕΩΔΡΟΜΙΟ"
Σήμερα περισσότεροι από 10 δις τόνοι εκπομπών CO2 εκλύονται κάθε
χρόνο από την καύση του άνθρακα, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 40% των
εκπομπών που προέρχονται από την καύση
ορυκτών καυσίμων. Ο άνθρακας αποτελεί τη βασικότερη αιτία για την υπερθέρμανση
του πλανήτη και η απεξάρτησή μας από αυτόν θα κρίνει σε σημαντικό βαθμό αν θα
καταφέρουμε να αποτρέψουμε μία κλιματική κρίση.
Το καύσιμο του χθες
Στην Ελλάδα κάποιοι παραβλέπουν ότι ο άνθρακας είναι μία
εξαιρετικά ακριβή επιλογή. Ευτυχώς στην υπόλοιπη Ευρώπη και πολλά άλλα σημεία
του πλανήτη, γνωρίζουν ότι η περιβαλλοντική υποβάθμιση και η επιβάρυνση της
υγείας έχουν (και) οικονομικό κόστος.
Για το λόγο αυτό, όλο και περισσότερες
χώρες υιοθετούν αυστηρή περιβαλλοντική νομοθεσία που ουσιαστικά καθιστά αδύνατη
την κατασκευή ανθρακικών σταθμών. Πλέον είναι αδύνατον να κατασκευαστεί νέος
σταθμός σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Μεγ. Βρετανία και ο Καναδάς. Η Δανία έχει στόχο
να κλείσει και την τελευταία ανθρακική μονάδα της ως το 2035 και να
τροφοδοτείται αποκλειστικά με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). Στην έκθεσή
της προς το Υπουργείο Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής της Μεγάλης Βρετανίας, η
συμβουλευτική εταιρία Poyry καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι σχεδόν απίθανο
να υλοποιηθούν μελλοντικά σχέδια για νέες ανθρακικές μονάδες σε Γερμανία,
Ολλανδία και Ισπανία, πλην αυτών που βρίσκονται ήδη σε στάδιο κατασκευής.
Η εξέλιξη αυτή δεν περιορίζεται μόνο στις ανεπτυγμένες χώρες
της Δύσης. Το τελευταίο διάστημα υπήρξε μπαράζ ανακοινώσεων από την Παγκόσμια
Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και την Αμερικανική Τράπεζα
Εξαγωγών-Εισαγωγών ότι σταματούν τη χρηματοδότηση σταθμών άνθρακα, ιδιαίτερα
στις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Ακόμα και η Κίνα πολύ πρόσφατα έδειξε ότι αρχίζει να
σκέφτεται διαφορετικά το ενεργειακό της μέλλον: η επαρχία του Πεκίνου
ανακοίνωσε ότι ως το 2017 θα έχει κλείσει και τον τελευταίο ανθρακικό σταθμό
παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και συνολικά θα μειώσει στο μισό την κατανάλωση
άνθρακα.
Οι ντροπιαστικές εικόνες που πολύ συχνά κάνουν το γύρω του κόσμου
δείχνοντας ένα Πεκίνο «πνιγμένο» στο νέφος, μάλλον έφεραν την κινέζικη ηγεσία
προ των ευθυνών της. Δεν το γνωρίζουν πολλοί, αλλά περίπου η μισή ατμοσφαιρική
ρύπανση που μαστίζει την πρωτεύουσα της Κίνας προέρχεται από την καύση άνθρακα.
Τι γίνεται στην Ελλάδα
Η χώρα μας από τη δεκαετία του 1950 άρχισε να αξιοποιεί
εντατικά τα εγχώρια κοιτάσματα λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή. Σήμερα ο λιγνίτης
παραμένει το βασικό καύσιμο, με τα μεγάλα εργοστάσια της ΔΕΗ να βρίσκονται σε
ΒΔ Μακεδονία και Μεγαλόπολη. Περίπου 200.000 στρέμματα έχουν μετατραπεί (ή
έχουν δεσμευτεί για να μετατραπούν) σε ανοιχτά λιγνιτωρυχεία, ενώ κάθε χρόνο
περισσότεροι από 40 εκ. τόνοι CO2 εκλύονται στην ατμόσφαιρα από τα
λιγνιτικά εργοστάσια της ΔΕΗ, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 80% των εκπομπών του
τομέα της ηλεκτροπαραγωγής και περίπου το 40% ολόκληρης της χώρας.
Ωστόσο, οι κλιματικές αλλαγές δεν είναι η μόνη πληγή που
αφήνει ο άνθρακας. Σύμφωνα με πανευρωπαϊκές μελέτες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού
Περιβάλλοντος, αλλά και του Πανεπιστημίου της Στουτγάρδης (για λογαριασμό της
Greenpeace), η λιγνιτική ρύπανση στην Ελλάδα ευθύνεται κάθε χρόνο για
περισσότερους από 1.200 πρόωρους θανάτους με ετήσιο κόστος για την εθνική
οικονομία 2,3-3,9 δις €. Αυτό είναι το ‘κρυφό’ κόστος του λιγνίτη, αυτό δηλαδή
που πληρώνουμε, χωρίς ποτέ να εμφανίζεται στους λογαριασμούς της ΔΕΗ.
Παρά τα δεδομένα που συνηγορούν υπέρ της καθαρής ενέργειας
(την περίοδο 2009 – 2012 η αγορά ηλιακής ενέργειας απασχολούσε περισσότερους
εργαζομένους από τη ΔΕΗ) ακόμα και σήμερα υπάρχουν σχέδια για την κατασκευή
νέων λιγνιτικών μονάδων σε Πτολεμαΐδα και Φλώρινα. Αν υλοποιηθεί ένα τέτοιο
σενάριο η χώρα θα έχει εγκλωβιστεί σε ένα ενεργειακό μονοπάτι για τις επόμενες
δεκαετίες, με καταστροφικές περιβαλλοντικές και κοινωνικοοικονομικές
επιπτώσεις.
Μία «ενεργειακή Επανάσταση» θα συνέβαλε τα μέγιστα στην
πολυπόθητη «επανεκκίνηση της οικονομίας»: μείωση των δαπανών για αγορές
εισαγόμενων καυσίμων και ενίσχυση των εισοδημάτων, προσέλκυση νέων επενδύσεων
μηδενικού άνθρακα, δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, ενίσχυση της
ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και της καινοτομίας.