Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Δρ. Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, αναλύει την εμπειρία της Κατοχής, της Αντίστασης και των Δεκεμβριανών, μιας ιστορικής περιοδου που σημάδεψε την ελληνική κοινωνία για δεκαετίες, εισάγοντας στη συζήτηση την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παράμετρο του ρόλου των χωροταξικών ιδιαιτεροτήτων των συνοικιών της Αθήνας στην ανάπτυξη της Αντίστασης κατά τη διάρκεια της ναζιστικής Κατοχής 1941-1944.
"Πέρα από την κοινωνική
σύνθεση, η θέση και ο τρόπος δόμησης των ανατολικών συνοικιών τις καθιστούσε
κατάλληλες για την ανάπτυξη του ένοπλου σκέλους της Αντίστασης" αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δρ. Ιστορίας και συγγραφέας, ο οποίος εξηγεί επίσης και το ρόλο των συνεργατών των ναζί, τις ομοιότητες αλλά και τις μεγάλες διαφορές της κοινωνικής πραγματικότητας της Κατοχής με το σήμερα, αλλά και το ρόλο του ιστορικού στην επιστημονική προσέγγιση του παρελθόντος.
Η βία ως χαρακτηριστικό
της Κατοχής. Ο αγώνας για την επιβίωση, εκτός από το κυνήγι της τροφής, είχε
και τα χαρακτηριστικά μιας διαρκούς κατάστασης βίας.
Σε ποιο βαθμό θεωρείτε ότι η βία διαμόρφωσε την καθημερινότητα των κατοίκων των αστικών κέντρων, αλλά και της περιφέρειας; Πόσο εύκολο είναι σήμερα να κατανοήσουμε την έκταση της βίας και τις επιπτώσεις της;
Σε ποιο βαθμό θεωρείτε ότι η βία διαμόρφωσε την καθημερινότητα των κατοίκων των αστικών κέντρων, αλλά και της περιφέρειας; Πόσο εύκολο είναι σήμερα να κατανοήσουμε την έκταση της βίας και τις επιπτώσεις της;
Θα ξεκινήσω από το τελευταίο ερώτημα γιατί
είναι κρίσιμο. Αν προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την περίοδο της δεκαετίας του
1940 (Κατοχή-Δεκεμβριανά-Εμφύλιος) με τις σημερινές αντιλήψεις περί βίας, απλά
δεν θα την κατανοήσουμε.
Η σημερινή κοινωνία είναι μια ειρηνική κοινωνία, με πολιτικά και ιδεολογικά πάθη σαφώς πιο “επεξεργασμένα” και ήπια.
Εδώ έρχεται η συμβολή του ιστορικού, ο οποίος πρέπει να κάνει κατανοητό στον αναγνώστη το περιβάλλον (τις πολιτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές αιτίες) εντός του οποίου αναπτύχθηκε η βία της περιόδου.
Η σημερινή κοινωνία είναι μια ειρηνική κοινωνία, με πολιτικά και ιδεολογικά πάθη σαφώς πιο “επεξεργασμένα” και ήπια.
Εδώ έρχεται η συμβολή του ιστορικού, ο οποίος πρέπει να κάνει κατανοητό στον αναγνώστη το περιβάλλον (τις πολιτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές αιτίες) εντός του οποίου αναπτύχθηκε η βία της περιόδου.
Η ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του 1940
ήταν μια κοινωνία εξοικειωμένη με τη βία.
Εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες είχαν
λάβει μέρος στις διαρκείς πολεμικές αναμετρήσεις 1912-1922 (Βαλκανικοί, Α΄
Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική εκστρατεία), ενώ και η πολιτική βία των
αλλεπάλληλων στρατιωτικών κινημάτων του Μεσοπολέμου, είχε εξάψει τα πάθη στη
βάση της ελληνικής κοινωνίας χωρίζοντάς την σε υποστηρικτές του Βενιζέλου και
του βασιλιά.
Παράλληλα, η άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων μετά το 1922 εισήγαγε στην ελληνική κοινωνία την πολιτισμική διάσταση της βίας (συγκρούσεις μεταξύ προσφύγων και παλαιοελλαδιτών, ρατσιστικού τύπου άρθρα σε εφημερίδες), ενώ παράλληλα η οικονομική κρίση του 1929 που οδήγησε στην ελληνική χρεοκοπία του 1932 όξυνε τις ταξικές αντιθέσεις (αιματηρές συγκρούσεις για την καταστολή απεργιών).
Παράλληλα, η άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων μετά το 1922 εισήγαγε στην ελληνική κοινωνία την πολιτισμική διάσταση της βίας (συγκρούσεις μεταξύ προσφύγων και παλαιοελλαδιτών, ρατσιστικού τύπου άρθρα σε εφημερίδες), ενώ παράλληλα η οικονομική κρίση του 1929 που οδήγησε στην ελληνική χρεοκοπία του 1932 όξυνε τις ταξικές αντιθέσεις (αιματηρές συγκρούσεις για την καταστολή απεργιών).
Τέλος η δικτατορία του Μεταξά κλιμάκωσε τον “πόλεμο” του αστικού
καθεστώτος ενάντια στον υπερεκτιμημένο κομμουνιστικό κίνδυνο εφαρμόζοντας
πρωτόγνωρες πρακτικές καταστολής και δίωξης.
Αναμφισβήτητα η βία στο εσωτερικό της
ελληνικής κοινωνίας κορυφώνεται μετά τη στρατιωτική κατάληψη της χώρας από τις
δυνάμεις του Άξονα.
Οι Ναζί μέσα από τη διάλυση του κρατικού μηχανισμού
επέβαλλαν ένα καθεστώς πλήρους παρανομίας, βυθίζοντας την ελληνική κοινωνία
στην ανέχεια και σ' ένα διαρκή αγώνα για την επιβίωση.
Ο κατοχικός λιμός το χειμώνα 1941-1942, που μόνο στην Αθήνα στοίχισε τη ζωή σε περίπου 45.000 άτομα, η εξάπλωση της μαύρης αγοράς, η διάλυση όλων των εποπτικών υπηρεσιών του κράτους, ήταν μερικοί από τους παράγοντες που εξοικείωσαν τους πολίτες με την παρανομία και τις ποικίλες μορφές βίας.
Ο κατοχικός λιμός το χειμώνα 1941-1942, που μόνο στην Αθήνα στοίχισε τη ζωή σε περίπου 45.000 άτομα, η εξάπλωση της μαύρης αγοράς, η διάλυση όλων των εποπτικών υπηρεσιών του κράτους, ήταν μερικοί από τους παράγοντες που εξοικείωσαν τους πολίτες με την παρανομία και τις ποικίλες μορφές βίας.
Η καθημερινότητα των κατεχόμενων
πολιτών άλλαξε ριζικά και απότομα. Εάν δεν μπορούσε κάποιος να κινηθεί στα
παράνομα δίκτυα της περιόδου, δεν μπορούσε να επιβιώσει.
Στο βιβλίο σας Η εμπειρία
της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα αναφέρετε εκτός των άλλων και τις χωροταξικές
και γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της πρωτεύουσας, ως πρωταρχικής σημασίας για την
ανάδειξη ή την καταστολή της αντίστασης. Μπορείτε να αναλύσετε τη συλλογιστική
σας;
Η παράμετρος της χωροταξίας είναι κεντρική στη
μελέτη της Αντίστασης σε αστικό περιβάλλον και νομίζω ότι ακριβώς αυτή η
διάσταση είναι μια από τις ιδιαιτερότητες του βιβλίου μου.
Τα σημεία όπου η
Αντίσταση “αρθρώνεται” με την χωροταξία είναι πολλά και τα αναλύω επαρκώς στο
βιβλίο. Θα περιοριστώ σε δύο κύρια σημεία.
Το ένα αποτελεί “κληροδότημα” του προπολεμικού παρελθόντος και αφορά τη χωροταξία των προσφυγικών συνοικιών.
Για να αποτρέψουν τον συγχρωτισμό προσφύγων και παλαιοελλαδιτών, οι μεσοπολεμικές κυβερνήσεις προώθησαν την πολιτική του χωροταξικού διαχωρισμού των δύο αυτών πληθυσμιακών ομάδων μέσα στην ίδια πόλη.
Έτσι οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε συνοικίες-παραγκουπόλεις γύρω από την Αθήνα, σχηματίζοντας ένα “δακτύλιο”.
Το ένα αποτελεί “κληροδότημα” του προπολεμικού παρελθόντος και αφορά τη χωροταξία των προσφυγικών συνοικιών.
Για να αποτρέψουν τον συγχρωτισμό προσφύγων και παλαιοελλαδιτών, οι μεσοπολεμικές κυβερνήσεις προώθησαν την πολιτική του χωροταξικού διαχωρισμού των δύο αυτών πληθυσμιακών ομάδων μέσα στην ίδια πόλη.
Έτσι οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε συνοικίες-παραγκουπόλεις γύρω από την Αθήνα, σχηματίζοντας ένα “δακτύλιο”.
Αυτή
η τακτική συντήρησε τις πολιτισμικές, οικονομικές και πολιτικές διακρίσεις
μεταξύ προσφύγων και παλαιοελλαδιτών μέχρι το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου
Πολέμου, συντηρώντας παράλληλα και τον ισχυρό βαθμό συνοχής που διέκρινε τους
προσφυγικούς πληθυσμούς λόγω των εξαιρετικά δύσκολων συνθηκών επιβίωσης που
αντιμετώπιζαν.
Με την έναρξη της Κατοχής οι πρόσφυγες αποτελούσαν
το πλέον ευάλωτο (οικονομικά και ψυχολογικά) και παράλληλα συσπειρωμένο τμήμα
του πληθυσμού.
Μην αντέχοντας το βάρος μιας δεύτερης “καταστροφής” μέσα σε 18
μόλις χρόνια, οι πρόσφυγες αναζήτησαν μαζικά διέξοδο μέσα από την ενεργοποίησή
τους στην Αντίσταση. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι οι ισχυρότεροι πυρήνες της
εαμικής αντίστασης βρίσκονταν σε προσφυγικές συνοικίες όπως η Καισαριανή, ο
Βύρωνας, η Καλλιθέα ή η Νέα Ιωνία.
Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι όλα τα μεγάλα
μπλόκα που διενεργήθηκαν από τα ελληνικά Σώματα και Τάγματα Ασφαλείας υπό την
εποπτεία Γερμανών αξιωματικών, πραγματοποιήθηκαν αποκλειστικά σε προσφυγικές
συνοικίες (Βύρωνας, Καλλιθέα, Καλογρέζα, Κοκκινιά κ.λπ.)
Το δεύτερο κύριο σημείο “άρθρωσης” της
χωροταξίας με την αντιστασιακή δράση είναι αυτό του δομημένου περιβάλλοντος και
της γεωμορφολογίας.
Εδώ αναφέρομαι κυρίως στην ένοπλη διάσταση της αντιστασιακής δράσης.
Εδώ αναφέρομαι κυρίως στην ένοπλη διάσταση της αντιστασιακής δράσης.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες ένοπλες συγκρούσεις
μεταξύ του ΕΛΑΣ της Αθήνας και των ελληνικών Σωμάτων και Ταγμάτων Ασφαλείας
πραγματοποιήθηκαν στις ανατολικές συνοικίες (Βύρωνας, Καισαριανή, Παγκράτι,
Ιλίσια).
Η άναρχη δόμηση, κυρίως της Καισαριανής, με τα πολυάριθμα στενά, τα
απρόσμενα αδιέξοδα και τις απαρατήρητες εσωτερικές αυλές, πρόσφεραν δυνατότητες
ελιγμών, απόκρυψης και οχύρωσης των αριθμητικά λιγότερων και χειρότερα
εξοπλισμένων μαχητών και μαχητριών του ΕΛΑΣ.
Όμως ήταν κυρίως η εγγύτητα με το
βουνό του Υμηττού που παρείχε τη δυνατότητα υποχώρησης μετά την εξέλιξη της
μάχης, μέσω των Μονών Καισαριανής και Αστερίου προς Παπάγου ή της Μονής Αγίου
Ιωάννη Προδρόμου στον Καρέα προς Ηλιούπολη.
Πέρα λοιπόν από την κοινωνική
σύνθεση, η θέση και ο τρόπος δόμησης των ανατολικών συνοικιών τις καθιστούσε
κατάλληλες για την ανάπτυξη του ένοπλου σκέλους της Αντίστασης.
Ο ρόλος των Ελλήνων συνεργατών των ναζί. Συνήθως περνάει στα "ψιλά", ή "χρωματίζεται" ιδεολογικά.
Ποιός ο ρόλος των συνεργατών των ναζί, ιδίως σε τοπικό επίπεδο και ποια η αντιμετώπισή τους μετά την απελευθέρωση;
Αυτό είναι τεράστιο ζήτημα και έχω αφιερώσει πολλές
σελίδες για την παρουσίασή του. Κυρίως από το 1943 και μετά, όταν πλέον έγινε
ορατή η δυσμενής εξέλιξη που λάμβανε ο πόλεμος για τις δυνάμεις του Άξονα και
ακόμη πιο έντονα μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943, οι
Ναζί άρχισαν να προπαγανδίζουν όλο και περισσότερο τον ρόλο τους ως αναχώματος
στην εξάπλωση του κομμουνισμού.
Προβάλλοντας όλο και πιο έντονα την
αντικομμουνιστική διάσταση της πολιτικής τους, προσπάθησαν να προσεταιρισθούν
τμήματα του αστικού πολιτικού χώρου στον κοινό αγώνα ενάντια στους “διαφθορείς
του ευρωπαϊκού πολιτισμού”. Στην Ελλάδα η πολιτική αυτή σηματοδοτήθηκε από το
διορισμό του Ιωάννη Ράλλη ως πρωθυπουργού.
Ο Ράλλης έθεσε ως όρο για να την
ανάληψη των καθηκόντων του τη δημιουργία ελληνικών ένοπλων τμημάτων που θα
εξοπλίζονταν από τους Ναζί με στόχο την κατάπνιξη της κομμουνιστικής
“ανταρσίας”, όπως ερμηνευόταν η αντιστασιακή δράση του ΕΑΜ. Σε αυτή τη λογική
συγκροτήθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας και μετασχηματίστηκαν τα Σώματα Ασφαλείας
και ιδίως η Χωροφυλακή, από τμήματα τήρησης της τάξης σε αντικομμουνιστικές
μονάδες κρούσης.
Στη μετατροπή του κράτους σε αντικομμουνιστικό μηχανισμό
δίωξης συνεργάστηκαν πολιτικές προσωπικότητες που μέχρι πρότινος βρίσκονταν σε
αντίπαλα αστικά πολιτικά στρατόπεδα.
Ο σφόδρα αντιβασιλικός Θεόδωρος Πάγκαλος,
το ηγετικό στέλεχος του κόμματος των Φιλελευθέρων Στυλιανός Γονατάς και ο
σφόδρα μοναρχικός πολιτικός του Λαϊκού κόμματος Ιωάννης Ράλλης, αποτέλεσαν την
τριανδρία που πρωτοστάτησε στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Πέρα όμως από την πολιτική και στρατιωτική
συνεργασία και η οικονομική στοίχισε χιλιάδες ζωές κυρίως μεταξύ των αμάχων. Οι
διαρκείς και συστηματικές προσπάθειες κερδοσκοπίας των “νεόπλουτων της
Κατοχής”, όπως ονομάστηκαν, οδήγησαν στην εξαθλίωση σημαντικό τμήμα των
κατώτερων και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων.
Η δέσμευση και απόκρυψη τροφίμων
και άλλων αγαθών πρώτης ανάγκης σε συνεργασία με τις κατοχικές αρχές, με στόχο
την πρόκληση τεχνητής ανόδου των τιμών, ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησε
σε θάνατο από πείνα χιλιάδες Αθηναίους.
Η αγορά εκατοντάδων χιλιάδων ακινήτων
σε εξευτελιστικές τιμές, η οικειοποίηση των ελάχιστων διαθέσιμων ποσοτήτων
πρώτων υλών και ενέργειας για τη λειτουργία εργοστασίων προς όφελος των
κατακτητών και η διόγκωση της μαύρης αγοράς, ήταν μερικές από τις πρακτικές της
οικονομικής συνεργασίας που συνέβαλαν στην εξαθλίωση των πολιτών και στην
κυριαρχία της παρανομίας.
Οι άνθρωποι που συνεργάστηκαν πολιτικά και
οικονομικά με τον κατακτητή κατάφεραν να διαφύγουν της τιμωρίας επειδή
αποτέλεσαν στηρίγματα των μετακατοχικών κυβερνήσεων. Μάλιστα μερικοί από αυτούς
επανεμφανίστηκαν στην πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας. Με πραγματικά
ελάχιστες εξαιρέσεις, οι συνεργάτες των κατακτητών διέφυγαν της τιμωρίας.
Τελικά, την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές, όπως λέγεται; Υπάρχει αντικειμενική ιστορία; Γιατί είναι χρήσιμη η μελέτη του παρελθόντος μας;
Ιδιαίτερα όταν αναφερόμαστε σε πολιτικά και
ιδεολογικά φορτισμένες περιόδους, που καθόρισαν την εξέλιξη της χώρας για τις
επόμενες δεκαετίες, η “γραφή” της Ιστορίας από τους νικητές λειτουργεί ως
διαδικασία δικαιολόγησης των πράξεών τους και νομιμοποίησης των επιλογών τους.
Άλλωστε είναι γνωστό ότι αυτός που κατέχει την εξουσία μπορεί μέσα από τους θεσμούς να εισάγει στην κοινωνία το δικό του ιστορικό αφήγημα. Αυτή η διαδικασία δεν αφορά όμως μόνο τους νικητές.
Έχοντας ακριβώς τον ίδιο στόχο, της νομιμοποίησης και
δικαιολόγησης των πράξεών τους, και οι ηττημένοι συγκροτούν ιστορικά αφηγήματα.
Το ζήτημα για τον ιστορικό είναι να “παραμερίσει” τα πολιτικά αφηγήματα για την
Ιστορία και να συγκροτήσει ένα επιστημονικό αφήγημα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται
την αποπολιτικοποίηση της Ιστορίας.
Η έννοια της αντικειμενικότητας είναι
προβληματική στο πλαίσιο της επιστήμης, κυρίως όταν αναφερόμαστε στις
κοινωνικές επιστήμες, όπου η ερμηνεία του ερευνητή έχει σαφώς μεγαλύτερα
περιθώρια ανάπτυξης και ούτως ή άλλως αποτελεί ζητούμενο.
Η ιστορική έρευνα
χωρίς την ερμηνεία είναι κολοβή.
Εκεί που πρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας είναι στο εάν το ιστορικό σύγγραμμα που διαβάζουμε είναι επιστημονικό ή όχι.
Ο επαγγελματίας ιστορικός είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει την επιστημονική μεθοδολογία και δεοντολογία και να λογοδοτήσει στην επιστημονική κοινότητα για το έργο του.
Αυτό, υπό κανονικές συνθήκες, μειώνει δραστικά αυθαίρετες ερμηνείες, τυχόν επιλεκτική χρήση των πηγών και γενικότερα μια στρατευμένη στάση απέναντι στην Ιστορία.
Αντίθετα τα ιστορικά συγγράμματα πολιτικών και στρατιωτικών προσώπων που βίωσαν τα υπό εξέταση γεγονότα, αν και εξαιρετικά χρήσιμα για τον ιστορικό, σχεδόν πάντα χαρακτηρίζονται από επιλεκτικότητα, την ανάδειξη δηλαδή στοιχείων που υποστηρίζουν τη δράση τους και την αποσιώπηση άλλων που δημιουργούν ρήγματα στο αφήγημά τους.
Εκεί που πρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας είναι στο εάν το ιστορικό σύγγραμμα που διαβάζουμε είναι επιστημονικό ή όχι.
Ο επαγγελματίας ιστορικός είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει την επιστημονική μεθοδολογία και δεοντολογία και να λογοδοτήσει στην επιστημονική κοινότητα για το έργο του.
Αυτό, υπό κανονικές συνθήκες, μειώνει δραστικά αυθαίρετες ερμηνείες, τυχόν επιλεκτική χρήση των πηγών και γενικότερα μια στρατευμένη στάση απέναντι στην Ιστορία.
Αντίθετα τα ιστορικά συγγράμματα πολιτικών και στρατιωτικών προσώπων που βίωσαν τα υπό εξέταση γεγονότα, αν και εξαιρετικά χρήσιμα για τον ιστορικό, σχεδόν πάντα χαρακτηρίζονται από επιλεκτικότητα, την ανάδειξη δηλαδή στοιχείων που υποστηρίζουν τη δράση τους και την αποσιώπηση άλλων που δημιουργούν ρήγματα στο αφήγημά τους.
Η Ιστορία, όσο και αν μας φαίνεται περίεργο,
είναι και παροντική επιστήμη. Και αυτό γιατί στο εκάστοτε σήμερα διαμορφώνει ο
ιστορικός τα ερωτήματα με τα οποία “επισκέπτεται” το παρελθόν.
Είναι η εκάστοτε
κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα που οδηγεί τον ιστορικό να διαμορφώσει
συγκεκριμένα ερωτήματα και να ερμηνεύσει με συγκεκριμένο τρόπο το παρελθόν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για την περίοδο της Κατοχής, διαφορετικά έγραφαν οι
ιστορικοί στη δεκαετία του 1980, διαφορετικά του 1990 και διαφορετικά γράφουν σήμερα.
Το παρελθόν δεν αλλάζει, τα εκάστοτε ερωτήματα που μας απασχολούν σε σχέση με
αυτό είναι που αλλάζουν.
Από τις μαρτυρίες που συλλέξατε,
ποιο είναι το επαναλαμβανόμενο μοτίβο που εντοπίσατε, αν βέβαια υπάρχει κάτι
τέτοιο;
Αν θα έπρεπε να βρω ένα κοινό χαρακτηριστικό
στις περίπου 100 συνεντεύξεις που πραγματοποίησα με πρώην μέλη των εαμικών
οργανώσεων, είναι αυτό του αδικαίωτου αγώνα.
Οι άνθρωποι αυτοί που στερήθηκαν
τόσα, που έπαιξαν κορώνα-γράμματα τη ζωή τους για να συμβάλουν στην
απελευθέρωση της χώρας και στην πραγματοποίηση του οράματος για μια δημοκρατική
μεταπολεμική Ελλάδα, όχι μόνο δεν δικαιώθηκαν αλλά διώχθηκαν ανηλεώς από το
ελληνικό κράτος.
Οι περισσότεροι από αυτούς δικάστηκαν για την αντιστασιακή τους δράση και πέρασαν αρκετά χρόνια φυλακισμένοι και εξόριστοι.
Παράλληλα είδαν τους ανθρώπους που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή (χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες που συμμετείχαν στα κατοχικά μπλόκα, βασανιστές της Ειδικής Ασφάλειας, μαυραγορίτες που πλούτισαν στην Κατοχή κ.α.) να απολαμβάνουν την κραυγαλέα εύνοια του μετακατοχικού κράτους και να αποτελούν στήριγμα του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που απέκλειε την Αριστερά από την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας.
Οι περισσότεροι από αυτούς δικάστηκαν για την αντιστασιακή τους δράση και πέρασαν αρκετά χρόνια φυλακισμένοι και εξόριστοι.
Παράλληλα είδαν τους ανθρώπους που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή (χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες που συμμετείχαν στα κατοχικά μπλόκα, βασανιστές της Ειδικής Ασφάλειας, μαυραγορίτες που πλούτισαν στην Κατοχή κ.α.) να απολαμβάνουν την κραυγαλέα εύνοια του μετακατοχικού κράτους και να αποτελούν στήριγμα του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που απέκλειε την Αριστερά από την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας.
Παράλληλα πολλοί από αυτούς αισθάνθηκαν
προδομένοι από την ηγεσία του εαμικού κινήματος, ιδίως μετά τα Δεκεμβριανά και
τη Συμφωνία της Βάρκιζας, που οδήγησε στον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, στην εμφάνιση
της Λευκής Τρομοκρατίας και στην έναρξη των μακρόχρονων δικαστικών και άλλων
διώξεων εναντίον τους.
Υπάρχουν κοινά σημεία μεταξύ της κατοχής και του σήμερα, από ιστορικής και κοινωνικής πλευράς; Αν ναι, ποια είναι αυτά;
Σε αυτό το σημείο πρέπει να είμαστε πολύ
προσεκτικοί.
Οι συνέπειες της Κατοχής ήταν ασύγκριτα πιο σκληρές από αυτές της
σημερινής κρίσης.
Εκεί που μπορούμε να εντοπίσουμε ομοιότητες είναι στους
τρόπους με τους οποίους μια κοινωνία μπορεί να οργανωθεί για να αντιμετωπίσει
τις συνέπειες αυτές.
Σε αυτό το πεδίο η εμπειρία της κατοχικής αντίστασης, των διαδικασιών δηλαδή μέσω των οποίων απλοί πολίτες μετατράπηκαν σε αντιστασιακούς αλλάζοντας άρδην τις πολιτικές τους αντιλήψεις, είναι εξαιρετικά χρήσιμη για το σήμερα.
Σε αυτό το πεδίο η εμπειρία της κατοχικής αντίστασης, των διαδικασιών δηλαδή μέσω των οποίων απλοί πολίτες μετατράπηκαν σε αντιστασιακούς αλλάζοντας άρδην τις πολιτικές τους αντιλήψεις, είναι εξαιρετικά χρήσιμη για το σήμερα.
Είναι όμως πολύ δύσκολο στο πλαίσιο μιας συνέντευξης να περιγράψω όλη
αυτή την ποικιλόμορφη διαδικασία που οδήγησε στη δημιουργία ενός από τα
μεγαλύτερα αντιστασιακά κινήματα στην Ευρώπη.
Γιατί υπάρχει αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος της ιστοριογραφίας αλλά και του αναγνωστικού κοινού για θέματα κατοχής, αντίστασης, εμφυλίου;
Εδώ έχουμε δύο διαφορετικές χρονικότητες.
Το
ενδιαφέρον των ιστορικών για τη δεκαετία του 1940 είναι έντονο από τα τέλη της
δεκαετίας του 1990.
Σε αυτό συνέβαλαν πολλοί παράγοντες όπως το άνοιγμα
σημαντικών αρχείων, η ανάπτυξη της ιστορικής επιστήμης, η ομαλοποίηση της
πολιτικής ζωής της χώρας μετά τη Χούντα και η διαθεσιμότητα των ανθρώπων να
μιλήσουν για το δύσκολο αυτό παρελθόν.
Το πρόσφατο έντονο ενδιαφέρον του αναγνωστικού
κοινού έχει να κάνει κυρίως με την εμπειρία της κρίσης και την προσπάθεια μέσα
από την ενασχόληση με την Ιστορία να αποκομίσει ερμηνείες που θα βοηθήσουν στην
καλύτερη κατανόηση της σημερινής κατάστασης.
Όλοι μας καταλαβαίνουμε ότι η
ένταση της παρούσας κρίσης δεν σχετίζεται μόνο με την οικονομική παράμετρό της,
αλλά αντανακλά βαθύτερες κοινωνικές, πολιτισμικές και ηθικές ανεπάρκειες.
Γυρνώντας
πίσω αναζητούμε τις ρίζες αυτών των παθογενειών και άρα την κατανόησή τους,
κάτι που θα μας “εξοπλίσει” καλύτερα στην προσπάθειά μας να αντιμετωπίσουμε τις
σημερινές δυσκολίες.
---------------------------------
Ο
Μενέλαος Χαραλαμπίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970.
Έλαβε πτυχίο οικονομικών επιστημών από το Πανεπιστήμιο Πειραιά και στη συνέχεια εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στον τομέα της Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών η οποία εκδόθηκε το 2012 με τίτλο Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα, Αθήνα, Αλεξάνδρεια.
Έλαβε πτυχίο οικονομικών επιστημών από το Πανεπιστήμιο Πειραιά και στη συνέχεια εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στον τομέα της Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών η οποία εκδόθηκε το 2012 με τίτλο Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα, Αθήνα, Αλεξάνδρεια.
Πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο Δεκεμβριανά 1944. Η μάχη της Αθήνας, από
τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Έχει συνεπιμεληθεί το συλλογικό τόμο Η ελληνική κοινωνία στη δεκαετία του 1940. Η
εποχή των ρήξεων, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2012.