Η Μάχη της Κρήτης άρχισε στις 20 Μαΐου του 1941 και μετά από σκληρό αγώνα, με αμφίρροπη πολλές φορές έκβαση και χιλιάδες θύματα και από τις δύο πλευρές έληξε με την επικράτηση των ναζί Γερμανών μετά από 10 περίπου ημέρες.
Η μαύρη περίοδος της κατοχής του νησιού ξεκίνησε με τους χειρότερους οιωνούς, καθώς οι Γερμανοί άρχισαν τις ομαδικές εκτελέσεις κατοίκων του νησιού επειδή προέβαλαν αντίσταση κατά των χιτλερικών ορδών, ενώ δεκάδες χωριά κάηκαν στο πλαίσιο οργανωμένων πράξεων αντεκδίκησης και τρομοκράτησης των Κρητών από τους "ιππότες" του παράφρονα δικτάτορα Χίτλερ.
Οι μνήμες όμως δε σβήνουν ποτέ και πολλοί από τους πρωταγωνιστές της Μάχης της Κρήτης, Γερμανοί, Σύμμαχοι αλλά και βέβαια Κρήτες "κουβαλούσαν" το βάρος των αναμνήσεων μέχρι το θάνατό τους, δεκαετίες μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Στο πλαίσιο των μονογραφιών "Ματιές στην Ιστορία" παρουσιάζεται σήμερα για πρώτη φορά μια άγνωστη εν πολλοίς και αδημοσίευτη ιστορία, η οποία αποκαλύπτει αυτή ακριβώς τη διάσταση της μνήμης, αλλά και της έντασης των συναισθημάτων που συνέχισαν να βιώνουν οι άνθρωποι που έζησαν τη θύελλα του πολέμου.
Διαβάστε την εξιστόρηση της άγνωστης αυτής σελίδας, όπως ακριβώς τη γράφει η Κυρία Ζαχαρένια Σημανδηράκη, Ειδ. Συνεργάτις των Γενικών Αρχείων του Κράτους
Το 1991 ήταν η χρυσή επέτειος της θρυλικής Μάχης της Κρήτης. 50 χρόνια μετά από εκείνο το φοβερό Μάϊο του 1941, η Κρήτη τιμούσε με πολλές σημαντικές εκδηλώσεις την επέτειο, με παρόντες ανώτατους ηγέτες των Συμμαχικών κρατών και της Ελλάδας, αλλά και της Γερμανίας.
Ως μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής των εκδηλώσεων και τότε όπως και για περίπου 25 χρόνια, το 1991 είχα αναλάβει τη διοργάνωση της μεγάλης Έκθεσης της επετείου στα ενετικά Νεώρια, στο Χανιώτικο λιμάνι, που άνοιξαν για πρώτη φορά τότε και μετά τη διευθέτηση τους εσωτερικά, από άποψη καθαριότητας, εξαερισμού και ανάλογων υποδομών.
Τα δυο Νεώρια ήταν συνολικά εμβαδού 1.000 τ.μ. τα οποία καλύφθηκαν με προθήκες, ειδικές κατασκευές και αναπαραστάσεις, με κειμήλια, οπτικοακουστικό υλικό και ντοκουμέντα, που όχι μόνο αντλήθηκαν από τους συμπολίτες Κρήτες, αλλά ήρθαν στα Χανιά μετά από συνεννόησή μου με τα Μουσεία και τα Κρατικά Αρχεία των Συμμάχων Χωρών (Μεγ. Βρετανία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και Ελλάδα).
Υπολογίζεται ότι επισκέφθηκαν την Έκθεση πάνω από 100.000 επισκέπτες, Έλληνες και ξένοι, βετεράνοι όλων των χωρών που είχαν έρθει ειδικά για την επέτειο και φυσικά πλήθη κόσμου.
Υπήρχε ειδική φύλαξη των πολύτιμων εκθεμάτων από ειδικευμένους άνδρες σχετικής εταιρείας, τόσο στην είσοδο όσο και μέσα στους χώρους.
Στην έκθεση της χρυσής επετείου δεν θα μπορούσε να λείπει τουλάχιστον μια από τις πλάκες της Καντάνου. Θα πρέπει να διευκρινισθεί για όσους δεν ξέρουν, ότι η κωμόπολη Κάντανος, στην επαρχία Σελίνου των Χανίων, καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Γερμανούς στις 3 Ιουνίου 1941, ως αντίποινα για το θάνατο 25 στρατιωτών τους από τους Κρήτες.
Οι Γερμανοί μάλιστα κατασκεύασαν και τρεις μεγάλες πινακίδες – πλάκες, όπου έγραφαν ακριβώς αυτό – ότι κατεστράφη η κωμόπολη εκ θεμελίων για να μην ανοικοδομηθεί πλέον ποτέ, αναφέροντας τα περί εξιλασμού της δολοφονίας των 25 Γερμανών από άνδρες, γυναίκες παιδιά και παπάδες και διότι ετόλμησαν να αντισταθούν κατά του μεγάλου Ράϊχ.
Στην είσοδο του Νεωρίου αριστερά βρισκόταν το γραφείο μου και ακριβώς δίπλα μια από τις περίφημες αυτές πλάκες της Καντάνου. Ως υπεύθυνη της έκθεσης, ήμουν σχεδόν συνεχώς στο χώρο αυτό της μνήμης και τιμής.
Κι ένα πρωϊ, ένα ηλικιωμένος κύριος, ντυμένος μεν με πολιτικά αλλά με το σήμα των SS στο γιακά του, Γερμανός φυσικά (άλλωστε είχαν έρθει στα Χανιά πολλοί Γερμανοί, άλλοι μετριοπαθείς και άλλοι αμετανόητοι), στάθηκε μπροστά από την πλάκα της Καντάνου για ώρα. Καθισμένη στο γραφείο μου τον παρατηρούσα και παραξενεύτηκα που κάποια στιγμή είδα να κυλάει ένα δάκρυ στο μάγουλό του.
Την ίδια στιγμή όμως είχε σταματήσει δίπλα του κι ένας άλλος ηλικιωμένος, με την Κρήτη κεντημένη στη γραβάτα του και με πλήρη στολή της Ομοσπονδίας των Βρετανών βετεράνων. Είδα ότι κοίταζε το Γερμανό, είδε ότι είχε δακρύσει και με παγερό ύφος γύρισε και του είπε:«Λίγο αργά δεν είναι;»
Γύρισε οργισμένος ο Γερμανός και την επόμενη στιγμή βρέθηκαν οι δυο ηλικιωμένοι να συμπλέκονται άγρια μπροστά στην πλάκα.
Προσπαθήσαμε να τους χωρίσουμε – άδικα. Η λύση ήταν οι άνδρες ασφαλείας και φύλαξης που κατάφεραν τελικά να συγκρατήσουν και τους δύο από περαιτέρω συμπλοκή. Τους αφήσαμε να αποχωρήσουν, όχι μαζί, για να μην υπάρξει κι άλλο επεισόδιο έξω από την Έκθεση.
Ήταν ένα από τα επεισόδια που κρατώ στη μνήμη μου κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια, κι ας έχω διοργανώσει πλείστες επετειακές ή μη εκδηλώσεις κι εκθέσεις.
Μπορεί ίσως να έχουν αμβλυνθεί πια τα πάθη, αλλά οι αναμνήσεις δεν θα σβήσουν εύκολα.
Γιατί υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που θρηνούν, γιατί χάθηκαν χιλιάδες στα κολαστήρια και στους τόπους εκτελέσεων, γιατί υπάρχουν τα ολοκαυτωμένα χωριά που δεν γιατρεύονται οι πληγές τους, γιατί υπάρχουν τα τεκμήρια της καταιγίδας που έφερε αίμα, πόνο, δυστυχία, αλλά και αντίσταση που δεν κάμφθηκε.
Κι ευχή όλων: Ποτέ ξανά πόλεμος…